Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Βαμβακάρης Μάρκος - Δισκογραφία 1975-1992

1975 - Ο Δημήτρης Ευσταθίου Τραγουδά Μάρκο Βαμβακάρη













1.Το 12
2.Αχ κακούργα  
3.Η παγωνιά
4.Ο συνάχης
5.Το διαζύγιο
6.Σύρα η Απάνω Χώρα σου  
7.Όταν με βλέπεις να περνώ
8.Ο γρουσούζης  
9.Βαρέθηκα τις γκόμενες  
10.Έπρεπε να 'ρχόσουνα  
11.Καραντουζένι
12.Όσοι έχουνε πολλά λεφτά

1979 - Ρεμπέτικα θεμέλια No 1













1.Χρόνια τώρα στον Πειραιά  
2.Σαν με ιδείς και σου σφυρίζω    
3.Μπουζούκι μου διπλόχορδο  
4.Μαριγούλα Μανταλένα
5.Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια  
6.Όσοι έχουν πολλά λεφτά
7.Κάποιο βράδυ με φεγγάρι  
8.Ματσάκια πεντοχίλιαρα  
9.Τα δυο σου μάτια  
10.Νόστιμη μαυροματού
11.Τότε που τα 'χα τα λεφτά

1992 - Ο μέγας













1.Ώρες με τρέφει ο λουλάς  
2.Τα μάτια σου τ' αράπικα
3.Ο συνοχής
4.Ο Μάρκος ο συριανός  
5.Μ' έκαψες τσαχπίνα  
6.Τα δυο σου χέρια πήρανε Χατζηχρήστος Απόστολος
7.Ο κουμπάρος ο ψαράς
8.Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά  
9.Στο Φάληρο που πλένεσαι feat. Πετρίδου Χαρά  
10.Νόστιμο τρελό μικρό μου  
11.Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά  
12.Χθες το βράδυ στο σκοτάδι  
13.Ταξίμι ζεϊμπέκικο
14.ΠλημμύραΠανδρά Μαρίτσα
15.Ο Μάρκος υπουργός  
16.Καραντουζενί  
17.Έχει όμορφες αφράτες feat. Πετρίδου Χαρά
18.Ο Μάρκος πολύτεχνης feat. Καριμπάρη Σοφία
19.Αλανιάρης
20.Σαν είσαι μάγκας και νταής  
21.Κορόιδο  
22.Ο αραμπατζής
23.Όσοι έχουνε πολλά λεφτά  
24.Θα ρθω να σε ξυπνήσω feat. Πετρίδου Χαρά 

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Βαμβακάρης Μάρκος - Βιογραφία


Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε "ζαμπούνα", ενώ από μικρή ηλικία τον συνόδευε παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία κ.ά. Για το θρήσκευμα του απέκτησε αργότερα και το παρατσούκλι "Φράγκος". 

Σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο και πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του. Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα όπως φορτοεκφορτωτής, εργάτης σε ορυχείο γαιάνθρακα, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, και από το 1925 μέχρι το 1935 στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών. Εκεί έμαθε μπουζούκι και άρχισε να γράφει τραγούδια, εντυπωσιάζοντας με την ταχύτητα που έμαθε το όργανο αυτό και με την ικανότητά του.

Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυροειδή, τη Ζιγκοάλα όπως την αποκαλούσε. Εκείνη την εποχή άκουσε κατά τύχη το Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του και άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Αποδείχτηκε όμως ατυχέστατος στο γάμο του με τη Ζιγκοάλα, με το διαζύγιο να μην αργεί να εκδοθεί. Όμως και μετά το διαζύγιο, η Ζιγκοάλα εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις. Για να αποφύγει την περίπτωση κατάσχεσης των πνευματικών του δικαιωμάτων λόγω της δικαστικής αντιπαράθεσης, χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο το όνομα του παππού του (Ρόκος), ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν καταχωρηθεί σε ονόματα φίλων του, όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη, του Μίνωα Μάτσα και άλλων. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να μειώσει στο ελάχιστο το προσωπικό τεκμαρτό (κι όχι πραγματικό) εισόδημά του και η πρώτη σύζυγός του να μην του πάρει τίποτα. Για αυτήν την ιστορία έγραψε αυτοβιογραφικά τραγούδια όπως «Το διαζύγιο». «Κάποτε ήμουνα κι εγώ».

Συμμετείχε μαζί με το Γιώργο Μπάτη, το Στράτο Στράτο Παγιουμτζή. και Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε "Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς". Το 1933 με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το "Καραντουζένι" ("Να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου"). Μεταξύ άλλων το 1935 γράφει τη "Φραγκοσυριανή", το γνωστότερο ίσως τραγούδι του το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος και κάθε βράδυ γέμιζε το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα λοιπόν μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:

Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου 'χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...

Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.»

Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος, κάτι που έπειτα από χρόνια αναγνωρίζει ο ίδιος πως ήταν μια δημιουργική μεταστροφή. Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε για να τον ακούσει 50 000 κόσμος στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Στο τραγούδι «Το 1912» υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως ως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ερμηνεύει δικά του τραγούδια, αλλά και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο ελληνοϊταλικό έπος («Γειά σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο» κ.ά.).

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πέθαναν αρκετές προσωπικότητες της ελληνικής λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής (Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, ο στενός συνεργάτης του Ανέστης Δελιάς κ.ά.). Ο Μάρκος παντρεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε 5 παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και από τ' άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί).

Μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνούν σε χέρια ανθρώπων που ο ίδιος είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται πια «ξεπερασμένος». Γίνεται προσπάθεια να αλλάξει ο χαρακτήρας της Ελληνικής Λαϊκής Μουσικής εισάγοντας ρυθμούς από την Ινδία. Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία. Περνά σοβαρές περιπέτειες με την υγεία (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται από την Καθολική Εκκλησία γιατί παντρεύτηκε την δεύτερη φορά με ορθόδοξο γάμο (ο αφορισμός αυτός ωστόσο ήρθη το 1966). Ο Μάρκος Βαμβακάρης καταφέρνει να επιβιώσει αλλά και να αποκαταστήσει το πρόβλημα υγείας του πηγαίνοντας στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας. Το 1954 επισκέφτηκε τη Σύρο όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και παρέμεινε για έναν χρόνο. Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.

Θεωρείται ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου τραγουδιού, καθώς έκανε γνωστό το είδος, λόγω της μεγάλης επιτυχίας που είχαν τα τραγούδια του. Καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών.

Απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε στη Νίκαια, συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Την επόμενη μέρα του θανάτου του, κηδεύτηκε στο Γ' Νεκροταφείο Αθηνών στη Νίκαια, όπου ενταφιάστηκε κανονικά παρουσία καθολικών ιερέων. Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Μάρκου Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Σκαλκώτας Νίκος - Δισκογραφία 2001-2003

2001 - 32 Pieces For Piano 













CD 1
1. Klavierstück
2. Kinder-Tanz
3. Kurze Variationen Auf Ein Bergsthema Südlichen Characters Und Prä
4. Katastrophe Auf Dem Urwald [Filmmusik]
5. Griechischer Volkstanz
6. Reveria Im Alten Stil
7. Reveria Im Neuen Stil
8. Vierstimmiger Kleiner Kanon
9. Marcia Funebra
10. Sonatina
11. Partita
12. Kleine Serenade
13. Intermezzo
14. Tango
15. Passacaglia

CD 2
1. Nachtstück
2. Das Frühständchen Der Kleinen Magd
3. Fox-Trot - Der Alte Polizist
4. Etüde Phantastique
5. Berceuse
6. Romance - Lied
7. Gavotte
8. Menuetto
9. Italienische Serenade
10. Ragtime (Tanz)
11. Slow-Fox
12. Galopp
13. Blues
14. Rondo Brillante
15. Capriccio
16. Walzer
17. Kleiner Bauernmarsch
18. Etude For Piano No. 1 (Andante)
19. Etude For Piano No. 2 (Presto)
20. Etude For Piano, No 3
21. Etude For Piano No. 4 (Allegro Vivace)
22-25. Suite For Piano No. 1

2003 - 36 Greek Dances 













CD 1
1. Τσάμικος - Ένας αητός
2. Κρητικός
3. Ηπειρώτικος
4. Πελοποννησιακός
5. Κρητικός - Άλλο χορό δε χαίρομαι
6. Κλέφτικος
7. Σιφνεϊκος - Η τρεχαντήρα
8. Καλαματιανός
9. Ο χορός του Ζαλόγγου
10. Μακεδονικός
11. Παιδιά και ποιός το πέταξε
12. Θεσσαλικός
13. Συρτός - Θα σ' αγαπώ, θα σ' αγαπώ
14. Σιφνεϊκος - Στην Αγιά Μαρκέλλα
15. Κρητικός - Αυγής αυγής θα σηκωθώ
16. Νησιώτικος - Μια μυλοποταμίτισσα
17. Βλάχικος
18. Μαύρο γεμενί
19. Καθιστός
20. Χιώτικος - Ένα καράβι από τη Χίο
21. Τσάμικος - Τούρκα δέρνει τη σκλάβα της
22. Επιτραπέζιος - Κρητικός - Ήρθε μ' οψέ - Κάθε πρωί με τη δροσιά
23. Μακεδονικός - Η λαφίνα
24. Πελοποννησιακός - Ο λύγκος ο λεβέντης

CD 2
1. Χωστιανός
2. Ηπειρώτικος
3. Κλέφτικος
4. Μαριορή μου - Μαριορή μου
5. Κάτου στου βάλτου τα χωριά
6. Μακεδονικός
7. Χιώτικος
8. Κλέφτικος
9. Το νερανζοφίλημα
10. Αρκαδικός
11. Μεσολογγίτικος
12. Μαζωχτός
13. Εισαγωγή για ορχήστρα η επιστροφή του Οδυσσέα
14-16. Εναλλακτική εκτέλεση των χορών

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Σκαλκώτας Νίκος - Δισκογραφία 1969-1998

1969 - Η θάλασσα













1. Overture
2. At The Seashore (Son Of The Sea)
3. Dance Of The Waves
4. Trawl Boat
5. Small Fish (Dance)
6. Dolphins (Dance Fantasy)
7. Nocturne (Calmness)
8. Preparation Of The Mermaid
9. Dance Of The Mermaid
10. From The Tale Of Alexander The Great
11. Finale-Hymn To The Sea

1995 - Cycle-Concert













1. Moderato Assai
2. Finale Vivace Rondo
3. Allegro Giocoso
4. Pastorale Andante Tranquillo
5. Rondo Allegro Vivo
6. Allegro Molto Vivace
7. Andantino
8. Presto
9. Allegro Giusto
10. Tango
11. Foxtrot

1998 - Mayday Spell,Suite Duble Bass Concerto, Three Greek Dances













1. Overture
2. Fairy Tale
3. Dance Of The Fairies
4. Love Scene
5. Argyro's Song
6. Little Dance Song
7. Folk-Song
8. Short Folk Dance
9. Prelude
10. The Mother's Lament
11. Andante-Allegro
12. Andantino
13. Allegro Vivo E Molto Ritmato
14. Nissiotikos
15. Tsamikos
16. Mazochtos

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Σκαλκώτας Νίκος - Βιογραφία


Γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904. Καταγόταν από την Τήνο και προερχόταν από οικογένεια μουσικών με το επίθετο Σκαλκώτος. Ο πατέρας του Αλέκος, φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας, άλλαξε το επίθετο της οικογένειάς του σε Σκαλκώτας, χάριν ευφωνίας. Από την ηλικία των πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει βιολί με τον θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νουμάς».

Το 1921 λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Γρήγορα, όμως, θα προσανατολιστεί στη σύνθεση, με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον  Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg), ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μαζί του έμεινε ως το 1931, χάρη σε νέα υποτροφία που του προσέφερε ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Παράλληλα, έπαιζε βιολί σε ελαφρές ορχήστρες για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν. Παρά την εκτίμηση που έτρεφε στον Σένμπεργκ, δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκα-φθογγικό σύστημα του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή.

Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με την Γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα.

Τον Μάιο του 1933 επιστρέφει στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Άρνολντ Σένμπεργκ παίρνει τον δρόμο της εξορίας για τις ΗΠΑ, μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πατρίδα αντιμετώπισε τον φθόνο και την καχυποψία του μουσικού κυκλώματος (Φιλοκτήτης Οικονομίδης, Μανώλης Καλομοίρης, Δημήτρης Μητρόπουλος, Σπύρος Φαραντάτος), παρότι ήταν γνωστή η αξία του. Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του. Ισχυριζόντουσαν ότι έγραφε ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία και διέδιδαν πως ήταν τρελός! Ο μουσικολόγος και βιογράφος του, Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις «καρέκλες» τους. Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές, για να ζήσει καταδέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας, παρά την αναμφισβήτητη αξία του ως βιολονίστα. Ως αντίδοτο, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς: Από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.

Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα. Πέθανε σε ηλικία 45 ετών στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε η παραμελημένη περισφιγμένη κήλη του. Δύο ημέρες αργότερα γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, που τον γνωρίζουμε ως πρωταθλητή Ελλάδας στο σκάκι.

Ο Σκαλκώτας ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά το θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του (Γ.Γ. Παπαϊωάννου, Γιώργος Χατζηνίκος κ.ά.), που ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα» για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν το έργο του, που περιλαμβάνει πάνω από 170 έργα (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια). Το 60% των προχωρημένων έργων του ακολουθεί ένα δικής του επινόησης δωδεκα-φθογγικό σύστημα, ενώ το 40% ανήκει σε άλλα, «ελεύθερα» συστήματα σύνθεσης. Εκτός από τα προχωρημένα (ατονικά) έργα του, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% της παραγωγής του, περίπου ένα 12% αφορά σε απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα, όπως οι περίφημοι «36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα» και το λαϊκό μπαλέτο «Η Θάλασσα», που ενσωματώνουν στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής με ένα τρόπο τελείως προσωπικό και πρωτοποριακό. Ο Σκαλκώτας επεδίωκε να συλλάβει την ουσία της και δεν ήθελε μόνο να αξιοποιήσει την εθνική μας κληρονομιά, όπως η πρώτη γενιά των συνθετών της «Εθνικής Σχολής».

Σήμερα, θεωρείται ένας από τους σημαντικούς συνθέτες του 20ου αιώνα, γνήσιο τέκνο της πνευματικής Ελλάδας, όχι μόνο μέσω της δημοτικής μουσικής της, που τόσο τη λάτρευε, αλλά και σαν έκφραση ενός μοναδικού πνευματικού και πολιτισμικού κόσμου σε μια μικρή μεν, αλλά περιβαλλοντικά θαυματουργή περιοχή του πλανήτη. Ο αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλερ πλειοδοτεί και σε ένα κείμενό του αναφέρει ως κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα τα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς.