Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Π)

Π

Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα
Παδέλα = πήλινη κατσαρόλα
Πάκια = νεφρά
Παλαβιάρης = ανόητος, μικρόμυαλος
Παλαμίζω = σοβατίζω
Πάλε = πάλι
Παλιάτσα = μέτρο λαδιού
Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε
Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο
Παντιέρα = σημαία
Παπανούρα = παπαρούνα
Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές
Παπόρι = βαπόρι
Παπούδιασε = μούσκεψε στο νερό
Παραγκολή = παραγγελία
Παραζούζουλος = ελαττωματικός
Παρακατούλια = υποδεέστερος
Παράκλι = συρτάρι επίπλου
Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε
Παραμπάτης = απρόσκλητος, ανεπιθύμητος
Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο
Παρασκάλισμα = εξάρθρωση
Παρασούζουλο = εκτρωματικό
Παράτροπος = δύστροπος, παράξενος
Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
Παρί = παρά, μονάχα
Πάρλα = κουβέντα
Παρμένος = ακίνητος από πόνους
Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία
Παρτικουλάρω = υπερασπίζομαι
Πασέτο = μέτρο
Πασεγγιάρει = γυροφέρνει
Παστόκα = ψευτιά
Πάστρα = καθαρό
Παταούδιασε = πάγωσε
Πατέλα = πεταλίδα
Πατριδί = φασαρία
Πέζο = ζυγαριά, βάρος
Πειρί = ο πύρος του βαρελιού
Πεκούλι = μικρό μερτικό από αγροτικό εισόδημα
Πενσάδος = συλλογισμένος
Πέρα περού = πέρα-πέρα
Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου
Περατζάδες = επιδειχτικές βόλτες
Περγουλιά = κληματαριά
Περδικοπάνι = κυνηγετικό παραπλανητικό πανί για πέρδικες
Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο
Περικοπά = διακοπές κατά διαλείμματα
Περικουλόζος = επίφοβος
Περμιράκουλο = ελεημοσύνη
Περόνι = μεγάλο καρφί
Περσίμπουλο = μαϊντανός
Περφέτα = τέλεια
Πετέγολος = πολυλογάς
Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος
Πέτο = στέρνο
Πετρίτης = γεράκι
Πέτσο = γερός καυγάς
Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο
Πεύκι = κουρελού
Πηαίνω = πάω
Πητακομένο = στοιβαγμένο, πιεσμένο
Πιβάντα = νερωμένο ξύδι
Πίγουλη = φιδές
Πιέτα = ελεημοσύνη
Πικαρισμένος = πειραγμένος
Πικάρω = πειράζω
Πικιώνι = κύπελλο
Πίκος = μικρή βάρκα
Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι πριν το ρίξουν στο φούρνο
Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό
Πινομή = για το χατίρι σου
Πίντα = μονάδα για υγρά
Πίρνος = μεγάλο πουρνάρι
Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια
Πιστρό = παρδαλό
Πίστωμα = πίστωση
Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί στη χόβολη
Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες
Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι
Πλεούρια = μπαλωμένα τσαρούχια
Πλοκωτή = το χώρισμα με τα άχυρα
Πλοχεριά = χούφτα
Ποδολόγος = ύφασμα που τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν βάρη
Ποδόχι = στο λινό μια γούρνα που πέφτει ο μούστος μέσα
Ποκάρι = δέσμη μαλλιών κάθε προβάτου κατά το κούρεμα
Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις
Πονίδι = απόστημα
Πόνσο = σφυγμός
Πόντα ή πούντα = κρύωμα
Ποργιά = η είσοδος
Πορδόμυλος = καυγάς
Πορόκλι = ο φράχτης
Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές
Πόρτεο = το δωμάτιο της εισόδου
Πορτόνι = αυλόπορτα
Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα
Πότα = πότε
Ποταχιά = νωρίς το πρωί
Πουζουνάρα = τσέπη
Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος
Πουλέντα = κουρκούτι από αλεύρι καλαμποκιού
Πούλιο = πιο
Πουλιότερο = περισσότερο
Πούμπλικος = δημόσιος εκτιμητής αγροζημιών
Πουνέντες = δυτικός άνεμος
Πούντζαρο = τιποτένιο, ευτελές
Πουντέλι = στήριγμα
Πούντηνε = που είναι αυτή;
Πούντοσης = που είναι αυτός;
Πούπετα = πουθενά
Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο
Πούρβερη = πούδρα
Πουργαμέντο = καθαρτικό λάδι
Πουρνέλι = μικρό, ανήλικο
Πουρνελιά = δαμασκηνιά
Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει
Πράγκα = σύνεργο που ξεκολλούν τους αχινούς
Πράματις = πραγματικά
Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος
Πρεβεράτζιο = φιλοδώρημα
Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές
Πρεμούρα = βιασύνη
Πρεμούρα = ανησυχία και ενδιαφέρον
Πρέντζα = μυζήθρα βαρελιού
Πρικό = πικρό
Προβάτα = περπάτα
Προβυζαστάρι = τρέφεται μόνο με το γάλα θυλασμού
Προζύμι = μαγιά για ψωμί
Προκλάμο = χτύπος καμπάνας για ανακοίνωση
Προφαντικό = προτολούβι
Προφεσόρος = καθηγητής
Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό
Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός
Πύργια = χωνί
Πυριόλοβος = πρωτόγονος αναπτήρας

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ο)


Ο

Ογκεσέ = όχι
Ογκιά = υποδιαίρεση του λίτρου
Ολόγρος = μουσκεμένος
Ονόρε = τιμή
Όντις = όταν
Ορά = ουρά
Οργιό = τρεμούλα, ρίγος
Οργιοστάλαχτος = πεντακάθαρος
Ορμηνεύω = συμβουλεύω
Ορμπου = ώρα του καλή, ας πάει
Ορνέλα = μεγάλο κωνικό βαρέλι
Όρντινε = διαταγή
Όρτα = η καλή πλευρά του φορέματος
Όρτινο = διαταγή, εντολή
Ορτοκούτσουλο = κάτι όρθιο και άχαρο
Όσκε = όχι
Όστρια = άνεμος νότιος, ζεστός, λίβας
Οτάγο = το τέταρτο της ουγγιάς
Ούρδου = να ορμίσεις πάνω του
Ούρτο = εμετός
Οφίτσια = προνόμια
Οφίτσιο = αξίωμα στρατιωτικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ξ)


Ξ

Ξαγιάζω = πληρώνω σε είδος
Ξαγκλίζω = αραιώνω τα μπερδεμένα μαλλιά
Ξαγκλίστρημα = γλίστρημα
Ξαγκρίζω = καθαρίζω προσεχτικά το σπίτι 
Ξαγραμπαλώνω = ξεγαντζώνω
Ξαίνω = το καθάρισμα του μαλλιού πριν το γνέσιμο
Ξαλαφιασμένος = αναστατωμένος, κατατρομαγμένος
Ξαμπελώνω = ξεφυτεύω το παλιό αμπέλι
Ξαναγραβάρισε = ανακάτεψε, γύρισε το μέσα έξω
Ξαναθηλικώνω = ξανατυλίγω
Ξαναπούλιασμα = το φτέρωμα των πουλερικών όταν ανανεώνεται το χειμώνα
Ξανασόφισε = υποτροπίασε
Ξανασπούρι = ξεριζωτό χόρτο
Ξαπόστα = επίτηδες
Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
Ξαρκής = κάνω κάτι από την αρχή
Ξαστόχησα = λησμόνησα
Ξαχλιάζω = το ρίχνω έξω, γλεντάω
Ξεγαλίζω = βγάζω την πέτσα του δέρματος
Ξέει = ξύνει
Ξεθάλα = κοντάρι με άγκιστρο για φούρνο
Ξεκίπησα = μεταφορικά για κάποιον που έχασε τα παιδιά του
Ξεκουρούποτος = με το κεφάλι χωρίς καπέλο
Ξεκουτάλεμα = δοκιμή του φαγητού για να δούμε αν είναι έτοιμο
Ξελάγκι = κυνήγι, κατόπι
Ξελάκου = κυνηγάω κατά πόδας
Ξελεξιά = βρίσιμο και από τις δυο πλευρές, αλληλοβρίσιμο
Ξεμιτιστό φάσκελο = κεφαλλονίτικη μούντζα
Ξεμοτόχου = επίτηδες
Ξεμπάχαλος = δυνατός μπάτσος, χαστούκι
Ξεμπουρίζομαι = ξετρελαίνομαι, κάνω ανοησίες
Ξενοπρεδεύω = γυρίζω αλλού για ερωτοδουλειές
Ξενότισμα = πλεχτό μπάλωμα στις κάλτσες, στις φτέρνες
Ξενοψωμίζω = τρώω σε ξένο σπίτι
Ξεντώνομαι = τεντώνομαι
Ξεπάγιασε = πάγωσε
Ξεραθύμισε = έφαγε κάτι με ευχαρίστηση
Ξεραποξυλώθηκα = κοιμήθηκα βαριά
Ξερατίζω = τρώω τις ρώγες από το σταφύλι πάνω στο κλήμα
Ξεργαλίστικε = ξεγδάρθηκε ελαφριά
Ξερέξι = κάτι εξαιρετικά ορεκτικό
Ξερίχι = σταφύλι μαύρο
Ξερνοβολάω = κάνω εμετό
Ξεσκλίζω = σκίζω βίαια
Ξεσπιρίζω = διαχωρίζω το τσόφλι από τον καρπό οσπρίου
Ξεστελλιάζω = διαλύω, βγάζω από τη θέση
Ξεσυνερίζομαι = λαμβάνω υπόψη
Ξεσυνερισιά = η άμιλλα
Ξεσφαΐζομαι = πέφτω και χτυπάω, τσακίζομαι
Ξετιμώνω = κουτσομπολεύω, κάνω βούκινο
Ξετιμωτής = ο εκτιμητής
Ξετσάνησε = είναι στα κέφια του, πήρε θάρρος
Ξεχάραξε = για την κότα που κάνει αυγό πρώτη φορά
Ξυγκάκι = το περιτόνιο, πχ. σιγά και μη σου βγει το ξυγκάκι
Ξυλοφάος = ράσπα
Ξωκρατώ = κρατάω μούτρα σε κάποιον, σε απόσταση

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ν)


Ν

Ναίσκε = μάλιστα
Νεγότσιο = πάρε δώσε, εμπόριο
Νεκρό = ανάλατο
Νεφταρμοί = οφθαλμοί, μάτια
Νια = μία
Νιάζω = νιαουρίζω
Νιανιάος = αυτός που έχει φωνή σαν νιαούρισμα γάτας
Νιβιδιόζος = φθονερός, κακόκαρδος, χαιρέκακος
Νιέντε = τίποτα
Νιπένιο = υπόσχεση
Νιονιό = μυαλό
Νιοφρούτι = τα πρώτα φρούτα εποχής
Νιπένιο = τάξιμο 
Νισάφι = έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση
Νιτερέσι = συμφέρον, πχ. να κοιτάζεις το νιτερέσι σου, τη δουλειά σου
Νοβιτά = κουτσομπολιά, αλλά και είδηση
Νογάω = δεν καταλαβαίνει
Νοδάρος = συμβολαιογράφος
Νόνα = γιαγιά
Νότια = η υγρασία
Νταβάς = μικρό ταψί
Ντακόρτο = συμφωνία
Ντάλε-κουάλε = δυο που μοιάζουν
Ντανταρίζω = τραντάζω
Ντέζω = αγκιστρώνομαι κατά λάθος
Ντελίριο = εκτός εαυτού, παροξυσμός, παραλήρημα
Ντεμέλα = μαξιλαροθήκη
Ντερίνα = σουπιέρα, γαβάθα
Ντεστέρια = κάγκελα του κρεβατιού
Ντζελουδίες = βαφές, κραγιόν, πούδρες
Ντολτσέτσα = η γλύκα
Ντορός = ίχνη
Ντούκια = άρρωστος στο κρεβάτι
Ντούκουε = ώστε, λοιπόν
Ντράβαλα = φασαρία
Ντριμόνι = κόσκινο
Ντρίτα = ευθεία, ίσα
Ντριτάρω = ισιώνω
Ντρίτος = ίσιος
Ντρογάδα = αέρας και βροχή
Ντροδίζει = θόρυβος, φασαρία, ξεκουφαίνει
Ντρόλακας = θόρυβος δυνατός
Ντρουβέλι = σκέψεις βασανιστικές
Νώμος = ο ώμος

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Μ)


Μ

Μαγάρα = βρωμογυναίκα, κατεργάρα
Μαγαρίζω = νοθεύω, λερώνω
Μαγαρισιά = πονηριά, κακοψυχία
Μαγαρισμένος = βρώμικος, κακόψυχος
Μάγιο = εργαλείο πελεκίσματος
Μαγιόλια = πλακάκια πατώματος 
Μαγκελλάρης = σφαγέας
Μαγκλαούρι = μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα
Μάγκος = ξύλινο βαρύ τραπέζι
Μαγκούφης = μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος
Μάζωξη = συγκέντρωση 
Μαίντζο = πρόχειρη επιδιόρθωση
Μαΐστρα = ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου
Μαϊτζέβελος = άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός 
Μακελάρης = σφαγέας
Μαλάθα = μεγάλο καλάθι, κοφίνι 
Μαλακόφι = φούστα
Μαλαουδιάζω = μουδιάζω
Μαλαουδιασμένος = μαζεμένος, κακοδιάθετος
Μαλαφράντζα =  η γαλλική αρρώστια, σύφιλη 
Μαλάχτρα = λάσπη για κτίσιμο
Μαλεβράσι = αναστάτωση
Μάλινο = ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστια
Μαλιοκάουρας = άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο
Μαλιοστούπισε = μαλλιοτράβηξε
Μαλιφίτσι = καυγάς, μεγάλη φασαρία
Μαμούρια = υπηρέτες, δούλοι
Μανέστρα = σούπα με ζυμαρικά ή ρύζι
Μανοθυατέρα = μάνα και κόρη
Μάντα = η άκρη, το παραμέρισμα
Μάνταλος = είδος σύρτη 
Μαντάτο = είδηση
Μαντεμένιο = εμαγιέ σκεύος
Μαντενούτα = ερωμένη
Μάντολα = παραδοσιακό κεφαλλονίτικο ζαχαρωτό
Μαντραούρα = μανιτάρι 
Μάντσια = είδος μποναμά, δώρο
Μαξούρι = το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων
Μάρα = μαράζι
Μαραγκιασμένο = μαραμένο
Μαραμπού = το ψευδώνυμο του ποιητή Νίκου Καββαδία
Μαραφούζα = παλιοδουλειά, βρώμικη πράξη
Μαργέλι =  η ενίσχυση του στριφώματος
Μαργιόλα = γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα
Μαργώνω = κρυώνω
Μαρινάροι = οι ναύτες 
Μάρκαλος = αγκάστρωμα
Μαρμάγκα = αράχνη
Μαροκιές = πετριές
Μαρόκος = βράχος, κοτρόνα
Μαρτιάκος = λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη 
Μαρτίνα = γίδα
Μαρτουρεύω = βασανίζω
Μάρτσια φούνεμπρε = πένθιμο εμβατήριο
Μάρτσια = εμβατήριο
Μαστέλο = μικρός ξύλινος κάδος 
Ματά = και πάλι, ξανά
Ματίζω = ενώνω
Ματοχυλισμένος = γεμάτος αίματα
Μαυρόγιο = τα χωράφια με μαύρα χώματα
Μαυροτσούκαλο = κάποιος πολύ μαύρος
Μεγάρι = μακάρι
Μεδά = μήπως
Μελίδια = κομμάτια
Μελιδιάζομαι = τσακίζομαι
Μέλιορα = καλύτερα
Μεμάς = υποκοριστικό του Γεράσιμου
Mαϊνάρω = κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω
Μέντε = έχε το νου σου
Μεντέρι = καναπές, ντιβάνι 
Μεντζάο = υπόγεια αυλή
Μερεμές = αργοκίνητος
Μερεμέτι = μικρή δουλειά, βαρετή
Μερετάρω = σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου
Μέρετο = αξιοσύνη, σεβασμός 
Μέριζα = καλογινωμένο
Μέρμηγκας = Κεφαλλονίτικος χορός 
Μερμηγκέλια = χοντρή σούπα από αλεύρι
Μεροστράτη = ο δρόμος μιας ημέρας
Μέρουλο = χειροποίητη δαντέλα
Μεσάλι = το τραπεζομάντιλο 
Μεσαρικά = τα εντόσθια
Μέσπολα = μούσμουλο
Μικιάρισμα = σκοποβολή, σημάδι 
Μίκιος = υποκοριστικό του Μιχάλη
Μιλιταριό = πολυλογία
Μινούτο = το λεπτό της ώρας
Μιόβολο = πεντάρα, οβολός μικρής αξίας
Μιράκολο = θαύμα
Μιρακολόζο = θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο
Μισακά = μισά-μισά
Μισοβέτσικο = μισότρελο
Μισοφαστιδιασμένονε = ζαλισμένο, μισολιπόθυμο
Μισοψιχαλισμένος = μισομεθυσμένος
Μογδόνι = πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται
Μολαΐμησε = ηρέμησε
Μολημέρι = να βρέχει όλη μέρα
Μόλτο ονοράτο = μεγάλη του τιμή
Μομέντο = σε μια στιγμή
Μόμολο = γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού
Μόμπιλε = η διακόσμηση, τα έπιπλα
Μόνε = μονάχα, παρά
Μονήρονο = η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά
Μονητάρως = ολωσδιόλου
Μονιά = εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα
Μονομερίδα = φαρμακερό φίδι
Μονομηνήτικα = έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα
Μονόπαντο = γέρνει από τη μια πλευρά
Μονοτσέμπερο = χωρίς βοήθεια, μόνος 
Μόντζος = μπαλκόνι
Μορογάρω = αργοπορώ
Μορόπουλο = κολοκυθάκι
Μόρος = αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος
Μοροφίντο = μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού
Μόρσα = μέγγενη 
Μοσκαρδίνια = τσιτσέλια
Μοσκιά = αναρριχώμενη τριανταφυλλιά
Μότα = ναζάκια
Μοτάρι = πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου 
Μουγδόνι = μεγάλη πέτρα
Μούγδωσε = έμεινε πολύ στο νερό
Μουζεντούρης = θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του 
Μούκουλο = διπλοσάγωνο
Μουλιάτικο = ορφανοτροφείο για νόθα
Μουλώνω = πεισματώνω, κάνω μούτρα
Μουμούδι = μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών
Μουντί = η βούρτσα του ασπρίσματος
Μουντίζω = ασβεστώνω
Μουρέλο = μεσαίο ξύλο για φωτιά
Μούρλα = τρέλα

Μουρλός = τρελός
Μουρλοκομείο = τρελοκομείο
Μουρτάρι = το γουδί το μπρούτζινο
Μουρτόριο = κηδεία
Μουσκετάρω = πυροβολώ
Μουσκλωμένος = κατσουφιασμένος, μουτρωμένος
Μουσούδια = το σαγόνι του ζώου
Μούσουλα = μύδια 
Μουστερής = επισκέπτης
Μούτελι = σκόνη, τα έκανε μούτελι
Μούτος = αμίλητος
Μουτρούνα = αγκάθια με φαρδιά φύλλα
Μουτσούνα = προσωπείο
Μπαζίνα = ο χυλός που έπηξε πολύ
Μπαίγνιο = κορόιδο
Μπακαλέρω = (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου
Μπακατέλες = κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περασμένης ηλικίας
Μπαλιγάρω = προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον
Μπάλλος = κεφαλλονίτικος χορός
Μπάλος = λοστός
Μπαμπάι = μικρό έντομο
Μπαμπακάς = βάτραχος
Μπαμπάουλας = σκιάχτρο
Μπαμπαφίοι = κάτι χωρίς γούστο
Μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπουλωμένος = το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο
Μπαόρδα = το πολύ φαγητό
Μπαραφούζα = αταξία, ζημιά 
Μπαρδανάρα = πρόστυχη γυναίκα
Μπαρμπαρόσυκα = φραγκόσυκα
Μπαρμπουλές = τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό (αμυγδαλωτή καραμέλα)
Μπαρμπούτα = το προσωπείο, η μάσκα
Μπαρμπούτσι = κακόφημο στέκι
Μπάρτσα = γίδα με κέρατα
Μπαρτσινέβελος = αφεντικό, επιστάτης
Μπαρτσολέτες = κωμικά αστεία
Μπασιά = επισκέψεις, έχω μπασιά
Μπαστελάμενος = γερός, δυνατός
Μπατανία = κουβέρτα αργαλειού
Μπατάρω = γέρνω, πέφτω
Μπατίδο = χαλασμένο, παλιό
Μπατικιές = πετροβόλισμα
Μπάτινα = το βερνίκι παπουτσιών
Μπατούτα = μουσικό μέτρο
Μπάχαλο = φασαρία 
Μπαώρδα = μπόλικο φαγητό
Μπεβερίνος = μπεκρής, αλκοολικός
Μπεζεστένι = μεζέδες
Μπελέτσα = ομορφιά
Μπελτές = ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού
Μπεμπεούρι = το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι 
Μπερδελό = με χρώματα ζωηρά, παρδαλό
Μπερετόνι = κασκέτο, σκουφί
Μπερτόδος = ο βλάκας
Μπέστιας = παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο
Μπιβαδόρος = μεθύστακας, μπεκρής
Μπίδι = ολόγυμνος 
Μπιζόνια = στρίμωγμα, ζόρισμα
Μπικερίνι = ποτηράκι του λικέρ
Μπιλιέτο = εισιτήριο θεάτρου κυρίως
Μπιομπός = γελοίος
Μπιρτσιλίρω = ξεκουτιαίνομαι
Μπιστικός = τσοπάνης
Μπιστιού = βερεσέ
Μποδιακό = ποδαρικό
Μποκές = μπουκέτο, ανθοδέσμη 
Μπόλι = εμβόλιο
Μπόλια = πετσέτα
Μπομπή = ντροπή
Μπόμπολας = μεγάλο σαλιγκάρι
Μπομπόνι = διάσονας
Μπόνα και μπόνε =
αδιάθετος, δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου
Μπονόρα = νωρίς
Μπόντες = η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα
Μπονώρα = ενωρίς
Μποστάνι = λαχανόκηπος
Μποτέγα = μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος
Μπότης = πήλινη στάμνα
Μποτσόνι και μπότσα = μπουκάλι
Μπουγάζι = το πέλαγος
Μπουγιανάρι = παντζάκι
Μπουζάκα = είδος βατράχου
Μπούζι = παγωμένο
Μπουζουνάρα = μεγάλη αγάπη
Μπουκούνι = κομματάκι
Μπουνέλο = διάρροια
Μπουργέτο = μαρίδα στο φούρνο 
Μπουρδάλα = ρόγες σταφυλιού
Μπούρδινο = φθηνό ύφασμα
Μπουρί = να ψειρίσουν τα παιδιά
Μπουρλάρω = αστειεύομαι 
Μπουρλιάζω = περνώ κορδόνια στα παπούτσια μου
Μπουρλότο = δυναμίτιδα για ψάρεμα
Μπουρμπουλήθα = φυσαλλίδα
Μπούρμπουλο = αναβρασμός
Μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα
Μπουρμπουρέλω = Παναγία η μεσοσπορίτισσα που γιορτάζει 21 Νοεμβρίου
Μπουρνέλα = κορόμηλο
Μπουρούκι = μπρίκι
Μπούτζαρα = άχρηστα πράγματα
Μπουχαρί = καπνοδόχος
Μπόχα = απόχη
Μπραγάνι = είδος ψαρέματος
Μπρακανέλες = χρυσάνθεμα
Μπρέκια = βρωμοδουλειά
Μπρι = πριν 
Μπρισκαρία = ψαραγορά
Μπριτού = προτού
Μπριτσιλίρω = ξεκουτιένομαι 



Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Λ)


Λ

Λαβαμάς = τραπεζάκι με λεκάνη & κανάτα νερού για νίψιμο
Λαβουτσάρει = πατάει στα νερά
Λαγκώνια = το κούφιο κάτω από τα πλευρά
Λαιπόδια = μικρός αγκαθωτός θάμνος
Λαλάς = αδερφός
Λαμπάντε = διάφανο, ολοκάθαρο
Λάμπαξε = τρόμαξε
Λαμπιρίτο = αναπάντεχο, αιφνίδιο
Λαμπή = αστραπή
Λανάρι = αγκαθωτό σύνεργο πού διαχωρίζει τις καθαρές ίνες του λιναριού
Λανάρο = γλωσσού και καβγατζού
Λάντζα = μακρύ κοντάρι
Λαντσέτα = ιατρικό νυστέρι
Λανός = μεγάλη στέρνα
Λάου - λάου = κρυφά, σιγά-σιγά
Λαουρέντες = βοηθός εργάτης
Λάπατο = λάχανο σαν σπανάκι
Λάστι-Λάστι = πολύ βιαστικά
Λάτα = τενεκές
Λατός = λευκοσίδηρος
Λαχτιά = μικρή κατηφορική αυλακιά
Λεβίθες = ασκαρίδες
Λεβιθόχορτο = το έδιναν βραστό στα παιδιά για την καταπολέμηση των σκουληκιών και τους πόνους της κοιλιάς
Λεγένι = μικρή λεκάνη
Λεμεντάρεται = παραπονιέται
Λεπενάρι = μικρός σουγιάς
Λετράτο = αντιπαθητικό υποκείμενο
Λειτουργιά = το πρόσφορο
Λειψανέβατο = λειψός, μικρός, σιγά το λειψανέβατο
Λείψεμε = άσε με ήσυχο
Λετράτο = υποκείμενο, άχρηστος και κακόβουλος άνθρωπος
Λεττόνι = ψηλός με ωραίο σώμα
Λεφατσάδα = η κατσάδα
Ληοκόμισμα = κατεργασία ελαιοκάρπου για την εξαγωγή λαδιού
Λιανό = λιγνό
Λιγκόνι = μυρμήγκι
Λιθιά = τοίχος με πέτρες
Λιθόστρωτο = κεντρικός δρόμος του Αργοστολίου
Λικόμισμα = η σύνθλιψη της ελιάς για να βγει το ελαιόλαδο
Λιμασμένος = πολύ πεινασμένος
Λιματίδια = σταγονίτσες
Λιμοψείρι = μικρόβιο που προσβάλει τις κότες
Λιμπρετάρω = ανοίγω λίγο τα παραθυρόφυλλα
Λινοκόκι = σπόροι του λιναριού και κατάπλασμα
Λιοβίρι = ζεστός αέρας, προσβάλει τις ελιές
Λιοκόκκια = τα απομεινάρια από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου
Λιόκρουση = ίκτερος, χρυσή
Λιόντας = ψευτοπαλικαράς, λιοντάρι
Λισβός = λειψός, μικρός
Λιχούτσα = λιχουδιάρα
Λογάτε = όπως, σα να λέμε
Λογγάρι = μικρός λόγγος
Λογιάζω = υποθέτω, έτσι μου φαίνεται
Λοζός = ένας χώρος βρώμικος
Λοϊδες = μαλλιά αχτένιστα
Λοϊδια = μαλλιά
Λόντρα = πολύ ωραία γυναίκα,(θαυμασμός)
Λοξάρι = το δοξάρι
Λότζα = η σκεπαστή προεξοχή, το υπόστεγο, θεωρείο
Λουβί = σκελίδα σκόρδου
Λούκι = κανάλι υδρορροής
Λουμάκι = το βλαστάρι
Λούρα = η βέργα
Λούρος = ομφάλιος λώρος
Λουχανάς = αρρώστια στο λαιμό των χοίρων
Λυγιά = λυγαριά
Λύμπα = πέτρινη γούρνα
Λυμπά = αρχίδια
Λυσαντέρια = η δυσεντερία 

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Κ)


Κ

Καβαλέτο = υπόβαθρο όπου τοποθετούσαν σανίδες και στρώμα και γινόταν κρεβάτι
Καβαλιεράτο = παράσημο, έπαθλο
Καβαλίνα = κοπριά
Καβδόλιο = πεταχτό με σεξ φερσίματα
Καβελαριά = το σημείο της σκεπής που σμίγουν τα κεραμίδια από τις δύο πλευρές
Καβετζάρω = περνώ τον κάβο, διαφεύγω τον κίνδυνο
Κάβολε = κουνουπίδι
Καγκαρέλια = μικρά βατράχια
Καδηνάτσος = μεγάλος σύρτης με κλειδαριά
Καδίνα = αλυσίδα, καδένα
Καδινάτσο = χειροποίητος μεγάλος σύρτης
Καδινέλα = σανίδες οικοδομής
Κάζο = πάθημα, συμβάν, γεγονός, περιστατικό, ατύχημα, ρεζίλι
Καθήκλα = καρέκλα
Καϊνέλο = η λεκάνη του νιπτήρα
Κακάβι = είδος χύτρας
Κακοθάνατος = σε κακά χάλια
Καλαμαντάρα = πολύ ψηλή, άχαρη
Καλαμίτα = μαγνήτης
Καλέστρα = έχω καλεσμένους
Καλιά = πεθαίνω («πάω καλιά μου»)
Καλιά μου (πάω) = πάω σπίτι μου, πάω στη δουλειά μου, μεταφ. Πάω χαμένος
Καλοπέσουλος = τόσο καλός μέχρι εκμετάλλευσης
Κάλπης = σκάρτος
Καμιζέτα = μαύρο επιστήθιο σ΄ ένδειξη πένθους
Καμιζόλα = πουκάμισο γυναικείο
Καμούτσι = μαστίγιο, καμουτσίκι
Καμούφο = το βολάν στις ποδιές, στα φορέματα
Καμπρί = άσπρο ύφασμα, χασές
Κανάβι = χοντρό σχοινί
Κάνε = τουλάχιστον
Κανείνε = κανείς
Κάνια = αρπαχτικό πουλί
Κανιά = καμιά
Κανιάζω = κλείνει ο λαιμός μου από την πολυλογία
Κανίσκι = δώρο
Κανκάγια = ζαρωμένη, χοντρή και άσχημη
Κάνκαρο = το κρανίο, το καύκαλο
Κανούλι = σωλήνες, η κάννη μονόκαννου όπλου
Καντάρι = στατήρας
Κάνταρος = πήλινο σκεύος και μεγάλη ποσότητα, πχ. έφαγα ένα κάνταρο
Καντάρω = τραγουδάω
Καντήλια = η φουσκάλα από έγκαυμα
Καντινάτσος = μεγάλος σύρτης πόρτας
Καντίνι = χορδή οργάνου και φωνή καντίνι
Καντούνι = το σοκάκι
Κανώματα = ξυλοσκεπή, σοφίτα
Καούνι = πεπόνι αρωματικό
Κάουρας = κάβουρας
Καπακίζω = διαβάζω συλλαβιστά, μιλάω σπαστά μια γλώσσα
Καπέλο = το συκωτοπλέμονο του αρνιού
Καπέτα = ανδρικό χτένισμα
Καπίστρι = το χαλινάρι
Καπονάρα = το κοτέτσι
Καπόνι = το ευνουχισμένο κοκόρι
Καπότο = μικρή κάπα, χαρτοπαιχτικός όρος
Καπριτσάρω = εκνευρίζω κάποιον
Καπροδόντης = τα στραβά δόντια
Καπροδόντισμα = τσαπράζωμα πριονιού
Καραβόλυχνος = μεγάλος λύχνος λαδιού με δύο στόμια
Καρακαηδόνα = υποτιμητική έκφραση για γυναίκες
Καραμπαμπάς = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντρός,κ.τ.λ
Καραμπάτσα = μεγάλο κεφάλι φαλακρό
Καράφλας = φαλακρός
Καργάρω = γεμίζω
Καρδοκαϊλα = η καΐλα του λαιμού
Καρίκια = οι καρποί της ψάρας, του μπιζελιού
Καρικώθηκα = έκλεισε ο λαιμός μου, βράχνιασα
Καρικωμένος = με πνιγμένη τη φωνή από τη βραχνάδα
Κάρκανο = το φαγητό που έγινε κάρβουνο
Καρονιάζω = στεγνώνει ο λαιμός μου από δίψα
Καρπούζα = ο καρπός του καλαμποκιού που ψήνεται
Καρτεζίνη = το τέταρτο της πίντας
Καρτέρει = περίμενέ με, στάσου
Καρτέρι = ενέδρα
Καρτούτσο = το τέταρτο της πίντας
Κασιέρης = ταμίας
Κασκαβέλι = μικρό δοχείο μεταφοράς φαγητού
Καστίγιο = μαρτύριο, παίδεμα
Καστραβέτσι = αγγούρι
Καταβολάδα = κάποιος που πέθανε στη ξενιτιά, αλλά και το καταχώνιασμα των φυτών
Κατακλείδια = σαγόνια
Κατακλίδι = σαγόνι
Καταμύτωμα = βαρύ ντρόπιασμα
Καταπεσωμένος = ο κατάκοιτος, ο πολύ άρρωστος
Κατάπιασε = συνέλαβε παιδί
Καταπιόνας = οισοφάγος
Καταποδού = τρέξιμο από κοντά
Καταπόρι = το στενό δρομάκι, μπροστά από το σπίτι
Καταποτήρας = τι κατέβασε ο καταποτήρας σου! φαταούλας
Καταρράχτης = η σκάλα που οδηγούσε στο κατώι, υπόγειο
Κατελώνει = βρωμάει
Κατζέλο = ράφι, συρτάρι
Κατραπακιά = καρπαζιά
Κατσάμπες = πεπόνι χειμωνιάτικο
Κατσαργιόλα = η κατσαρόλα
Κατσάρω = προχωρώ στο παιχνίδι
Κατσιασμένη = η κίτρινη, αρρωστημένη
Κατσούλι = σκουφί
Κατώφλιο = το σκαλί της πόρτας
Καυκιά = το πέτρινο ή ξύλινο βαθουλό σκεύος που κοπανίζουν την σκορδαλιά
Καυλομάχησε = επιδόθηκε σε ερωτικά παιχνίδια
Καυτρίλια = καρβουνισμένη άκρη φιτιλιού ή κεριού
Καφυρά = ιγμόρεια
Κάψα = ζέστη
Καψάλης = παρατσούκλι του Αγίου Γερασίμου, ίσως επειδή τον έκαψαν
Κάψαλο = καμένο δέντρο, αποκαΐδια
Κέντρωμα = το μπόλιασμα των δέντρων
Κενώνω = (παραφθορά του «εκκενώνω») βάζω φαγητό στα πιάτα
Κεσέμι = τραγί
Κιάκιο = σπίρτο
Κιάρινε = καθάρισε η φωνή της ή ο καιρός
Κιάσσα = καμώματα, παιχνιδίσματα, παλικαρισμοί
Κιντινάρι = η διπλή πλεξίδα σκόρδα, που είναι εκατό
Κιότεψε = φοβήθηκε
Κίσσα = πτηνό με ωραία χρώματα
Κλαδιές = κληματόβεργες
Κλανιόλα = ο εξαερισμός του κρεβατιού
Κλαούνια = κλαψουρίσματα
Κλειδωνιά = κλειδαριά
Κλήρα = τα παιδιά, οι απόγονοι
Κλινάρι = απλή αδιαθεσία, αλλά και σοβαρή αρρώστια στο κρεβάτι
Κλιτσινάρια και κλωτσινάρια = τα αδύνατα πόδια
Κλόπα = ζευγάρι άλογα για το αλώνισμα
Κλωνά = η κλωστή του ραψίματος
Κλώστης = το αδράχτι που τυλίγουμε το νήμα του γνεσίματος
Κογιονάρισμα = κοροιδία
Κογιονάρω = κοροϊδεύω
Κογιόνι = κορόιδο
Κοζανίτης = είδος σταφυλιού
Κόθρος = η στεφάνη του κόσκινου
Κοκκινογούλι = παντζάρι
Κοκολόγια = λίγες ελιές, όχι λάδια
Κολάδα = πέτα, μανίκια
Κολάι = να βρούμε το τρόπο
Κολάρο ή κολέτο = γραβάτα
Κολέας = σύντροφος
Κόλεθρα = τα επικολλημένα υγρά του νεογέννητου
Κολεϊδάτα = πάνε μαζί
Κολέτο = παπιγιόν, γραβάτα
Κολοκάθι = κατακάθι
Κολόρο = χρώμα
Κολοσούσα = η σουσουράδα
Κόλπος = συμφόρηση, ημιπληγία
Κολυμπάδες = οι σπιτικιές ελιές που ξεπικρίζουν στο νερό
Κόλυμπος = λιμνάζοντα νερά
Κομεντόρο = ντομάτα
Κομοδάρομαι = ετοιμάζομαι
Κομπαρίρει = κατέφθασε
Κομποραχιά = ραχοκοκαλιά
Κονσολάρω = παρηγορώ
Κονσπιρατόρος = συνωμότης
Κοντεζίνη = το ποτήρι του λικέρ
Κοντένει = μικραίνει
Kοντογούνι = το κοντό παλτό
Kοντοκλώτσης = αυτός που έχει κοντά πόδια
Kοντόσγουρο = κοντό και παχουλό παιδί
Kοντραπάντο = λαθρεμπόριο
Kόντυνε = μίκρυνε
Kόπανος = το ξύλο που κοπάνιζαν τα όσπρια, αλλά και τη μπουγάδα
Kορδομύγα = μικρό έντομο
Kορκάλι = το μικρό κρεμμύδι για φύτεμα
Kορκοσουριά = σχόλια, κουτσομπολιά
Kορνιόλα = μεγάλη πέτρα, για κόσμημα
Kόρνος = όστρακο, αλλά και η σφυρίχτρα των αυτοκινήτων
Kορύτος = τα αντικείμενα που μέσα τρώνε τα ζώα
Kοτσάρω = παίρνω πάνω μου
Kότσια = το κουράγιο
Κοντίζω = ρίχνω ξύλα στη φωτιά
Κοντρασένια = χαμπάρι
Κόπανος = μπουκάλα τριπιντάρα
Κορέλι = χάντρα
Κορκοσουριά = κουτσομπολιό
Κορνιόλα = πολύτιμη πέτρα
Κόρνος = μεγάλο κοχλιώδες όστρακο
Κοσπέτο δε μπάκο = επιφώνημα θαυμασμού
Κόστα = ακτή
Κοστιπάδα = πούντιασμα, συνάχι
Κοτρόνι = πέτρα
Κοτσάνι = λαβή, χερούλι, μίσχος καρπού
Κοτσίδες = πλεξούδες
Κουάρτο = της λίτρας το τέταρτο
Κουβέλι = η κυψέλη του μελισσιού
Κουγιάμπαλο = χαζός
Κούγιο = πρόβατο χωρίς αυτιά
Κούδα = βρακί
Κουζούκι = είδος δερμάτινου σακκακιού
Κουκαληστήρη = μάσημα ωμών ξερών οσπρίων
Κουκάλισμα = γλωσσοφαγιά
Κούκαλο = κόκαλο
Κουκούτσα = αγγινάρα
Κουλούμι = σωρός χώματος μετά το πρώτο σκάψιμο των αμπελιών
Κούλουμο = γιομάτο πιο πάνω από το χείλος
Κουλουμόγερας = αργοκίνητος
Κουλουμπάρι = σβώλος
Κουλουμώνω = σχηματίζω σωρό
Κουμεντόρι = τομάτα
Κουμπάνια = προμήθεια, απόθεμα
Κουμπίτος = επιδέξιος, ικανός
Κούμπουρα = κοτσάνια σταφυλιών
Κουντούρι = τα θερισμένα, στάχυα, όρθια
Κούπωμα = καπάκι
Κουπώνω = σκεπάζω
Κούρβα = παλιοθήλυκο, πόρνη
Κουρβουλιάζω = πιάνονται οι αρθρώσεις μου
Κούρβουλο = η ρίζα του κλήματος
Κουργιόζος = ο περίεργος
Κουρλαίνω = τρελαίνω
Κουρούτα = θηλυκό πρόβατο
Κουρσές = βελόνι με άγγιστρο γιά πλέξιμο δαντέλας
Κουρτελάδα = η άκρη του δρόμου
Κούρτη = πέτρινος φράχτης
Κούσαλο = ηλικιωμένος
Κουσουμάρω = δένω τη σάλτσα, σιγά-σιγά
Κουσούνι = κυλινδρικό μαξιλαράκι καναπέ
Κουταλόπλατο = ωμοπλάτη, σπάλα
Κουτάω = τολμάω
Κούτελο = μέτωπο
Κουτούπι = συστάδα από ψηλούς βράχους
Κούτουπος = αρπαγή, τσακωμός
Κουτράω = συγκρούομαι, χτυπώ
Κουτσοσάρωμα = λέξη υβριστική
Κουτσούνες = κούκλες
Κουτσουνοκάρες = αγιοβασιλιάτικες, κρεμμύδες
Κουτσουνοκαύλι = βλαστός με το άνθος κουτσούνας
Κουτσουρίζω = κόβω την κορυφή
Κουτσοχεριάστηκα = έχασα τη βοήθεια που είχα
Κουφαηδώνω = δεν ακούω καλά
Κουφόβραση = πολλή ζέστη χωρίς αέρα
Κουφοβροντή = μακρινή βροντή χωρίς αστραπή
Κούχτιο = ξεμωραμένος γέρος
Κοφίση = παστό ψάρι, συνηθίζεται σκορδαλιά
Κράζω = τον έκραξε, τον κατήγγειλε στο δικαστήριο
Κρεμάδες = σταφύλια στις βέργες τους για να σταφυδιάσουν κρεμασμένα
Κρεμαστάλυσο = αλυσίδα που κρεμούσαν χύτρες πάνω από την φωτιά
Κρεπάρω = σκάω
Κρεσέρει = περισσεύει, πλεονάζει
Κρέτητο = πίστωση
Κρίση = δίκη
Κρισσάρα = η σήτα
Κρούω = βρωμάω
Κυβερνιέμαι = τα φέρνω βόλτα
Κυβούρι = τάφος
Κυπρί = μεγάλο κουδούνι για πρόβατα
Κυρμιγκίξω = ιδιότροπη γυναίκα, σχολαστική, που προσέχει τα πάντα
Κυτάρι = το ύστερο του νεογνού
Κωλοτανιέμαι = τεμπελιάζω, τεντώνομαι τεμπέλικα
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Κωλώνω = μετανιώνω και κάνω πίσω