Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Μ)


Μ

Μαγάρα = βρωμογυναίκα, κατεργάρα
Μαγαρίζω = νοθεύω, λερώνω
Μαγαρισιά = πονηριά, κακοψυχία
Μαγαρισμένος = βρώμικος, κακόψυχος
Μάγιο = εργαλείο πελεκίσματος
Μαγιόλια = πλακάκια πατώματος 
Μαγκελλάρης = σφαγέας
Μαγκλαούρι = μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα
Μάγκος = ξύλινο βαρύ τραπέζι
Μαγκούφης = μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος
Μάζωξη = συγκέντρωση 
Μαίντζο = πρόχειρη επιδιόρθωση
Μαΐστρα = ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου
Μαϊτζέβελος = άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός 
Μακελάρης = σφαγέας
Μαλάθα = μεγάλο καλάθι, κοφίνι 
Μαλακόφι = φούστα
Μαλαουδιάζω = μουδιάζω
Μαλαουδιασμένος = μαζεμένος, κακοδιάθετος
Μαλαφράντζα =  η γαλλική αρρώστια, σύφιλη 
Μαλάχτρα = λάσπη για κτίσιμο
Μαλεβράσι = αναστάτωση
Μάλινο = ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστια
Μαλιοκάουρας = άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο
Μαλιοστούπισε = μαλλιοτράβηξε
Μαλιφίτσι = καυγάς, μεγάλη φασαρία
Μαμούρια = υπηρέτες, δούλοι
Μανέστρα = σούπα με ζυμαρικά ή ρύζι
Μανοθυατέρα = μάνα και κόρη
Μάντα = η άκρη, το παραμέρισμα
Μάνταλος = είδος σύρτη 
Μαντάτο = είδηση
Μαντεμένιο = εμαγιέ σκεύος
Μαντενούτα = ερωμένη
Μάντολα = παραδοσιακό κεφαλλονίτικο ζαχαρωτό
Μαντραούρα = μανιτάρι 
Μάντσια = είδος μποναμά, δώρο
Μαξούρι = το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων
Μάρα = μαράζι
Μαραγκιασμένο = μαραμένο
Μαραμπού = το ψευδώνυμο του ποιητή Νίκου Καββαδία
Μαραφούζα = παλιοδουλειά, βρώμικη πράξη
Μαργέλι =  η ενίσχυση του στριφώματος
Μαργιόλα = γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα
Μαργώνω = κρυώνω
Μαρινάροι = οι ναύτες 
Μάρκαλος = αγκάστρωμα
Μαρμάγκα = αράχνη
Μαροκιές = πετριές
Μαρόκος = βράχος, κοτρόνα
Μαρτιάκος = λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη 
Μαρτίνα = γίδα
Μαρτουρεύω = βασανίζω
Μάρτσια φούνεμπρε = πένθιμο εμβατήριο
Μάρτσια = εμβατήριο
Μαστέλο = μικρός ξύλινος κάδος 
Ματά = και πάλι, ξανά
Ματίζω = ενώνω
Ματοχυλισμένος = γεμάτος αίματα
Μαυρόγιο = τα χωράφια με μαύρα χώματα
Μαυροτσούκαλο = κάποιος πολύ μαύρος
Μεγάρι = μακάρι
Μεδά = μήπως
Μελίδια = κομμάτια
Μελιδιάζομαι = τσακίζομαι
Μέλιορα = καλύτερα
Μεμάς = υποκοριστικό του Γεράσιμου
Mαϊνάρω = κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω
Μέντε = έχε το νου σου
Μεντέρι = καναπές, ντιβάνι 
Μεντζάο = υπόγεια αυλή
Μερεμές = αργοκίνητος
Μερεμέτι = μικρή δουλειά, βαρετή
Μερετάρω = σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου
Μέρετο = αξιοσύνη, σεβασμός 
Μέριζα = καλογινωμένο
Μέρμηγκας = Κεφαλλονίτικος χορός 
Μερμηγκέλια = χοντρή σούπα από αλεύρι
Μεροστράτη = ο δρόμος μιας ημέρας
Μέρουλο = χειροποίητη δαντέλα
Μεσάλι = το τραπεζομάντιλο 
Μεσαρικά = τα εντόσθια
Μέσπολα = μούσμουλο
Μικιάρισμα = σκοποβολή, σημάδι 
Μίκιος = υποκοριστικό του Μιχάλη
Μιλιταριό = πολυλογία
Μινούτο = το λεπτό της ώρας
Μιόβολο = πεντάρα, οβολός μικρής αξίας
Μιράκολο = θαύμα
Μιρακολόζο = θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο
Μισακά = μισά-μισά
Μισοβέτσικο = μισότρελο
Μισοφαστιδιασμένονε = ζαλισμένο, μισολιπόθυμο
Μισοψιχαλισμένος = μισομεθυσμένος
Μογδόνι = πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται
Μολαΐμησε = ηρέμησε
Μολημέρι = να βρέχει όλη μέρα
Μόλτο ονοράτο = μεγάλη του τιμή
Μομέντο = σε μια στιγμή
Μόμολο = γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού
Μόμπιλε = η διακόσμηση, τα έπιπλα
Μόνε = μονάχα, παρά
Μονήρονο = η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά
Μονητάρως = ολωσδιόλου
Μονιά = εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα
Μονομερίδα = φαρμακερό φίδι
Μονομηνήτικα = έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα
Μονόπαντο = γέρνει από τη μια πλευρά
Μονοτσέμπερο = χωρίς βοήθεια, μόνος 
Μόντζος = μπαλκόνι
Μορογάρω = αργοπορώ
Μορόπουλο = κολοκυθάκι
Μόρος = αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος
Μοροφίντο = μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού
Μόρσα = μέγγενη 
Μοσκαρδίνια = τσιτσέλια
Μοσκιά = αναρριχώμενη τριανταφυλλιά
Μότα = ναζάκια
Μοτάρι = πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου 
Μουγδόνι = μεγάλη πέτρα
Μούγδωσε = έμεινε πολύ στο νερό
Μουζεντούρης = θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του 
Μούκουλο = διπλοσάγωνο
Μουλιάτικο = ορφανοτροφείο για νόθα
Μουλώνω = πεισματώνω, κάνω μούτρα
Μουμούδι = μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών
Μουντί = η βούρτσα του ασπρίσματος
Μουντίζω = ασβεστώνω
Μουρέλο = μεσαίο ξύλο για φωτιά
Μούρλα = τρέλα

Μουρλός = τρελός
Μουρλοκομείο = τρελοκομείο
Μουρτάρι = το γουδί το μπρούτζινο
Μουρτόριο = κηδεία
Μουσκετάρω = πυροβολώ
Μουσκλωμένος = κατσουφιασμένος, μουτρωμένος
Μουσούδια = το σαγόνι του ζώου
Μούσουλα = μύδια 
Μουστερής = επισκέπτης
Μούτελι = σκόνη, τα έκανε μούτελι
Μούτος = αμίλητος
Μουτρούνα = αγκάθια με φαρδιά φύλλα
Μουτσούνα = προσωπείο
Μπαζίνα = ο χυλός που έπηξε πολύ
Μπαίγνιο = κορόιδο
Μπακαλέρω = (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου
Μπακατέλες = κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περασμένης ηλικίας
Μπαλιγάρω = προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον
Μπάλλος = κεφαλλονίτικος χορός
Μπάλος = λοστός
Μπαμπάι = μικρό έντομο
Μπαμπακάς = βάτραχος
Μπαμπάουλας = σκιάχτρο
Μπαμπαφίοι = κάτι χωρίς γούστο
Μπαμπόνι = καρούμπαλο
Μπαμπουλωμένος = το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο
Μπαόρδα = το πολύ φαγητό
Μπαραφούζα = αταξία, ζημιά 
Μπαρδανάρα = πρόστυχη γυναίκα
Μπαρμπαρόσυκα = φραγκόσυκα
Μπαρμπουλές = τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό (αμυγδαλωτή καραμέλα)
Μπαρμπούτα = το προσωπείο, η μάσκα
Μπαρμπούτσι = κακόφημο στέκι
Μπάρτσα = γίδα με κέρατα
Μπαρτσινέβελος = αφεντικό, επιστάτης
Μπαρτσολέτες = κωμικά αστεία
Μπασιά = επισκέψεις, έχω μπασιά
Μπαστελάμενος = γερός, δυνατός
Μπατανία = κουβέρτα αργαλειού
Μπατάρω = γέρνω, πέφτω
Μπατίδο = χαλασμένο, παλιό
Μπατικιές = πετροβόλισμα
Μπάτινα = το βερνίκι παπουτσιών
Μπατούτα = μουσικό μέτρο
Μπάχαλο = φασαρία 
Μπαώρδα = μπόλικο φαγητό
Μπεβερίνος = μπεκρής, αλκοολικός
Μπεζεστένι = μεζέδες
Μπελέτσα = ομορφιά
Μπελτές = ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού
Μπεμπεούρι = το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι 
Μπερδελό = με χρώματα ζωηρά, παρδαλό
Μπερετόνι = κασκέτο, σκουφί
Μπερτόδος = ο βλάκας
Μπέστιας = παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο
Μπιβαδόρος = μεθύστακας, μπεκρής
Μπίδι = ολόγυμνος 
Μπιζόνια = στρίμωγμα, ζόρισμα
Μπικερίνι = ποτηράκι του λικέρ
Μπιλιέτο = εισιτήριο θεάτρου κυρίως
Μπιομπός = γελοίος
Μπιρτσιλίρω = ξεκουτιαίνομαι
Μπιστικός = τσοπάνης
Μπιστιού = βερεσέ
Μποδιακό = ποδαρικό
Μποκές = μπουκέτο, ανθοδέσμη 
Μπόλι = εμβόλιο
Μπόλια = πετσέτα
Μπομπή = ντροπή
Μπόμπολας = μεγάλο σαλιγκάρι
Μπομπόνι = διάσονας
Μπόνα και μπόνε =
αδιάθετος, δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου
Μπονόρα = νωρίς
Μπόντες = η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα
Μπονώρα = ενωρίς
Μποστάνι = λαχανόκηπος
Μποτέγα = μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος
Μπότης = πήλινη στάμνα
Μποτσόνι και μπότσα = μπουκάλι
Μπουγάζι = το πέλαγος
Μπουγιανάρι = παντζάκι
Μπουζάκα = είδος βατράχου
Μπούζι = παγωμένο
Μπουζουνάρα = μεγάλη αγάπη
Μπουκούνι = κομματάκι
Μπουνέλο = διάρροια
Μπουργέτο = μαρίδα στο φούρνο 
Μπουρδάλα = ρόγες σταφυλιού
Μπούρδινο = φθηνό ύφασμα
Μπουρί = να ψειρίσουν τα παιδιά
Μπουρλάρω = αστειεύομαι 
Μπουρλιάζω = περνώ κορδόνια στα παπούτσια μου
Μπουρλότο = δυναμίτιδα για ψάρεμα
Μπουρμπουλήθα = φυσαλλίδα
Μπούρμπουλο = αναβρασμός
Μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα
Μπουρμπουρέλω = Παναγία η μεσοσπορίτισσα που γιορτάζει 21 Νοεμβρίου
Μπουρνέλα = κορόμηλο
Μπουρούκι = μπρίκι
Μπούτζαρα = άχρηστα πράγματα
Μπουχαρί = καπνοδόχος
Μπόχα = απόχη
Μπραγάνι = είδος ψαρέματος
Μπρακανέλες = χρυσάνθεμα
Μπρέκια = βρωμοδουλειά
Μπρι = πριν 
Μπρισκαρία = ψαραγορά
Μπριτού = προτού
Μπριτσιλίρω = ξεκουτιένομαι 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου