Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Γ)

Γ

Γαδένα = μικρή λεκάνη, πήλινο βαθύ σκεύος κουζίνα
Γαϊδουροκυλισιά = ο χώρος που τα γαϊδούρια κυλιούνται
Γαλεντόμος = ανοιχτοχέρης
Γαλιούρισμα = μάτια πού δείχνουν ανάγκη ύπνου
Γαλιουρίζει = του μωρού οι πρώτοι ήχοι
Γαλούφος = αυτός που κάνει πολλά κομπλιμέντα
Γαμπάς = χοντρό παλτό
Γαργαλικάω = το γαργάλημα
Γαρδέλι = καρδερίνα
Γάρμπα = το στυλ, η γοητεία
Γαστάρδος = επίτροπος εκκλησίας
Γδες = κοίταξε
Γέκια = λαγουδέρα
Γερινέ = συνέχεια
Γεροκομειό = οι ηλικιωμένοι που θέλουν περιποίηση
Γιακέτα = ζακέτα, σακάκι
Γιακουμής = Ιάκωβος
Γιατάκι = κρεβάτι
Γιάτσο = το πρωινό κρύο, η ψύχρα
Γιορτόπιασμα = το παιδί που η μητέρα του το (συνέλαβε) ημέρα γιορτής
Γιότσα = τραπεζάκι με δύο πόδια
Γιωμάρα = η μουντή και η ψυχρή μέρα
Γιωμένος = μεταφορικά στρυφνός, πικρόχολος, ύπουλος
Γκαινιάζω = αποκτώ, κολλώ ασθένεια
Γκεζουίτης = κατεργάρης, διπρόσωπος
Γκελές = γιλέκο
Γκόνω = φουσκώνω από το πολύ φαγητό
Γκουαλιόνε = νταής
Γλίδα = λίγδα, βρωμιά
Γλίνα = γλιστερό μέρος
Γλυκί = μεγάλη οργή που σιγοβράζει, ψυχική ταραχή, νεύρα
Γλυκοσαλίζω = κολλάω από βρωμιά
Γλωσσάζεται = δεν τρώγεται κάτι
Γλωσσοφαγιά = τα λόγια του κόσμου, η ζήλια
Γνέθω = η διαδικασία του να γίνει το μαλλί νήμα στο αδράχτι
Γνέμα = το νήμα του πλεξίματος
Γνί = υνί
Γνούφα = άσχημη μυρωδιά
Γουδέρω = απολαμβάνω βλέποντας
Γουλί = βότσαλο
Γουλιάστρα = της πρώτης μέρας το γάλα
Γουλόζος = λαίμαργος
Γούμπα = καμπούρα
Γουνίζει = η γκρίνια, η μουρμούρα
Γούργουρας = το λαρύγγι
Γουστέβελη = αυτοί που κάνουν ευχάριστη παρέα
Γράδωση = σημείο επαφής δύο συγκολλημένων σανίδων
Γραμπαούνη = άγκιστρο, αρπάγη
Γρεδέντζα = είδος μπουφέ
Γρέντζο = ανώμαλη επιφάνεια
Γρίβελο = κόσκινο
Γρίνα = γκρίνια
Γρομπάδα = η ετοιμόρροπη λιθιά
Γρόμπος = το κομπόδεμα
Γρομπούλι = σκληρός όγκος στο σώμα
Γροσάρει (ο καιρός) = χαλάει γίνεται απειλητικός
Γρούδιασμα = το μαλάκωμα του δέρματος σε νερά
Γρούζω = γρυλίζω σαν γουρούνι, μουρμουρίζω με γκρίνια
Γρουμπανιά = γροθιά
Γρούσπα = ρουφήχτρα
Γούξιμο = γρυλισμός γουρουνιού
Γυρουζάτο = χορός της Κεφαλλονιάς

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Β)

Β

Βαθουλοκαρυκιασμένος = τα μάτια έχουν μαύρους κύκλους & είναι βαθιά στις κόγχες
Βαϊζω = γέρνω στη μια πλευρά
Βαϊλεύω = περιποιούμαι, παραχαϊδεύω κάποιον
Βαλλάρω = το καλό σκάψιμο του κήπου
Βαλουμάς = οδηγός των αλόγων σε αλώνισμα
Βαντάκια = τα στοιβαγμένα ρούχα
Βαντιέρα = δίσκος σερβιρίσματος
Βαραμέντε = μα το ναι, μα την αλήθεια
Βαρβατσουλιά = η μυρωδιά του προβάτου σε εποχή ζευγαρώματος
Βαργόμησε = δυσαρεστήθηκε, πικράθηκε
Βαρδαλωνίζει = γυρίζει από δω κι από κει χωρίς λόγο
Βαρδάσα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου μεγέθους (Πουρνέλα)
Βαρδιόλα = παρατηρητήριο, οχυρωμένο σε σημείο με ορατότητα
Βαρειοκαταρούσα = οι κατάρες οι βαριές που έλεγαν οι γυναίκες
Βασταγούρι = γάιδαρος
Βαστάω = κρατάω σε κακουχίες, αντέχω
Βάτεμα = αγκάστρωμα
Βατσίνα = το εμβόλιο
Βατσουνιά = πολλοί βάτοι
Βελάδα = μακρύ επίσημο παλτό
Βελανίδα = οι αδένες που βρίσκονται κοντά στα γεννητικά όργανα
Βελέσι = μακρύ φουστάνι ή φούστα
Βέλο = το τούλι που καλύπτει το πρόσωπο και στηριζόταν στο καπέλο
Βεντερούγα = ραχίτιδα, καμπούρα
Βεραμέντε = αλήθεια
Βερβέλες = ακαθαρσίες γίδας και προβάτου
Βεργέτες = τα στρογγυλά σκουλαρίκια
Βεργιά = παγίδα μικρών πουλιών
Βέρμπατα = κοχλιώσεις σε βίδες
Βέρσο = ο τρόπος που περπατάει
Βέστα = παιδικό φόρεμα, ρόμπα
Βετούλι = κατσίκι χρονιάρικο
Βήσαλο = κεραμίδια σπασμένα
Βιδάνιο = το μερτικό του μαγαζιού από το τζίρο του χαρτοπαίγνιου
Βιζικάντι = η εκδορά
Βίζιτα = η επίσκεψη
βιζιτάρω = επισκέπτομαι
Βινάρια = η συγκέντρωση, η εμφιάλωση, η αποθήκευση του κρασιού
Βλήτρα = τα βλίτα
Βλιάζω = φωνάζω από πόνο
Βλυσίδι = εισόδημα, κέρδος
Βλύχα = το γλυφό νερό που αναβλύζει στις ακτές
Βόγια = βόδια
Βολά = μια φορά
Βολιάζω = πετροβολώ κάποιον
Βολιός = συγκεντρωμένες πέτρες
Βολύμι = μολύβι, βολυμόπενα, μολυβοπένα
Βοστυλίδι = κεφαλλονίτικο άσπρο σταφύλι
Βούλωμα = τάπωμα
Βουνιά = κοπριά ζώου
Βουρλιά = είδος σχοινιού από βλαστούς σταριού
βουρλίζομαι = τρελαίνομαι
Βουρλίζομαι = δαιμονίζομαι, οργίζομαι, τρελαίνομαι
Βούσκα = μαγιάτικα σύκα
Βουτσί = κρασοβάρελο
Βόχτα = βοήθεια
Βρίζα = σίκαλη
Βριτσίλα = ο ερεθισμός του δέρματος
Βροντάλι = η μαρκίζα
Βρόχιασμα = παραμονή του λιναριού στο νερό
Βροντοθέροι = διαδομένο αγριόχορτο
Βρωμομαρία = έντομο που εκπέμπει άσχημη μυρωδιά
Βρωμοσταματέλος = αποκρουστικό σαβράκι τοίχων
Βυζασταρούδι = τρέφεται μόνο από το θήλασμα της μάνας
Βυζοπιάνω = η προσφορά γάλακτος σε μωρό από άλλη μητέρα

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Α)


Ολοι μας γνωρίζουμε Ελληνικά, ποιός όμως από εμάς ξέρει καλά Κεφαλλονίτικα?
Θα σας παρουσιάσω με αλφαβητική σειρά όσες Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις μπόρεσα να συλλέξω.

Α

Αβαδέ = συνάντηση, ραντεβού
Αβάκα = συνεταιρικά, μισά - μισά
Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση
Αβάντι = εμπρός
Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα
Αβαρία = ζημιά
Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη
Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας ή του παράθυρου
Αβεντόρος = πελάτης
Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά
Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος
Αβίζο = ειδοποίηση, μήνυμα, παραγγελία
Αβίτα = ισόβια
Αβλέμονας = κρημνώδης μορφή εδάφους
Αβλιατσίκι = λογομαχία
Αβουκάτος = δικηγόρος
Αγάλια = σιγά, σιγά
Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα
Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική 
Αγγειό = σκεύος, αλληγορικά και το καθήκι
Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ
Αγγελόκρουσμα = τρομάρα, φόβος
Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι
Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω
Αγιούτο = βοήθεια
Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (σκάσε βούλωστο)
Αγκλεούρι = πικρή γεύση
Αγκλιές = κακό κομμάτιασμα
Αγκομάχισμα = πολύς κόπος, λαχάνιασμα
Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό
Αγκούτικας = σβέρκος
Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού, η γωνία
Αγλοιά = αλίμονο
Αγραγκελωνιά = πυράκανθος 
Αγριοκώκι = βίκος
Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γαντζώνομαι
Αγραπιδιά = άγριαχλαδιά
Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του
Αδούρητος = ανεπρόκοπος
Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος
Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνω μέρος
Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος
Αίρτα = στα προσεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας
Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά
Ακοπανιά = σε μια στιγμή
Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά
Άκωλη = η λίμνη Άβυθος
Αλάδωτος = αβάπτιστος
Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου
Αλαλιές = ανοησίες
Αλαμπρατσέτα = αγκαζέ
Αλαξιά = γιορτινό κουστούμι
Αλάργα = μακριά
Αλάργου = μακριά από εδώ
Αλατσίμα = τοις μετρητοίς
Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος
Αλεγρία =  κέφι
Αλιάδα = σκορδαλιά
Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα
Αλιτζόρδινο = αναταραχή, φασαρία
Αλίτουρας = αλιτήριος
Αλιφασκιά = η φασκομηλιά 
Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι
Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών
Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη
Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός
Αλουμάγκου = έστω, τουλάχιστο
Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη
Αλωνάρης = Ιούλιος
Αμά = κατόπιν, αργότερα
Αμάδα = παιχνίδι, παιζόταν με μια πέτρα
Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου
Αμαλαγιά = αποτύπωμα πατήματος
Αμεδά = μήπως
Αμιτσίτσια = στενές σχέσεις, οικειότητα
Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή
Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης
Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός
Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω
Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω
Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα
Άμπιτο = κειμήλιο, αντίκα
Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα
Αμπώνω = σπρώχνω
Ανάβολα = όχι βολικά
Αναγκαιμένος = αδύνατος
Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι
Ανάερος = ξεκρέμαστος, μετέωρος
Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο
Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα
Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα
Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει
Αναούλα = αηδία
Αναπαμός = ανάπαυση
Αναπολητάνα = είδος χαρτοπαιχνιδιού
Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ
Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω
Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα
Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος
Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι
Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα
Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι
Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά
Αναχάρασμα = μυρικασμός
Ανέμισμα = λίκνισμα στο αλώνι
Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος
Ανεμορπής = ανεμοσκορπισμένα
Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού
Ανομάτος = είδος νάνου, λειψός
Ανταρεύτηκε = του άνοιξε η όρεξη, προκλήθηκε
Άντζα = οι γάμπες
Αντίβισε = πίεσε
Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν
Αντιλαχτός = αποκρουστικός
Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα»
Αντισκόβω = δυσκολεύω, πισωγυρίζω
Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια
Ανώι = το πρώτο πάτωμα
Ανώρως = νωρίς
Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη
Αξαίνω = μεγαλώνω
Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί
Απάκιο = απάνεμο μέρος
Απεικάζω = ξεδιακρίνω
Απένα = μόλις
Απερτούρα = ευκαιρία
Απιδιά = αχλαδιά
Απιεντισά = αδιαφορία
Απίθωσε = ακούμπησε το
Απίκου επί τόπου, στη θέση του
Απίκουπα = μπρούμυτα
Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα
Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα
Άπλερο = το πρόωρο παιδί
Απλύ = το ρηχό πιάτο
Από κουκί = «παρά τρίχα»
Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες 
Απόδεμα = μάγια για ανικανότητα νιόπαντρου
Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν 
Αποκάθενε = κάτω από κάτι
Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων
Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι
Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι
Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου
Απολοή = απολογία
Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου
Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει
Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί
Αποξυλωμένος = ξυλιασμένος σαν νεκρός
Αποπαίρνω = κατσαδιάζω
Απόπερα = διάτρητο
Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή
Απόσκιο = η πλαγιά που σκιάζει το απόγευμα
Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα
Απότρυπα = διαμπερές
Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο
Άπραη = χωρίς πείρα
Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις
Άραχλο = άχαρο, πένθημο
Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα
Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου)
Αργολαβία = ερωτοδουλειές
Αργκομέντο = πρόφαση, δικαιολογία
Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο
Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία
Αριβάρω = φτάνω
Αρίδι = τρυπάνι
Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι
Αριποδιά = δρασκελιά, μεγάλο βήμα
Αρμάκι = τμήμα με χώμα που συγκρατείται με λιθιά
Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας
Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων
Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί
Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα
Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια
Αρτοπλασία = οι πέντε άρτοι στην εκκλησία
Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία
Ασασίνος = δολοφόνος
Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες
Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά
Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί
Ασπέτα = περίμενε
Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας
Αστεντούε = δια της βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε
Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του
Ασφάκα = θάμνος, συγγενής της φασκομηλιάς
Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια
Ατακάρω = κάνω έφοδο
Ατετσιόνε = προσοχή
Άτζα = γάμπα
Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος
Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω
Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία
Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό
Άτσοντα-άτσοντα = άκρη-άκρη
Ατσιντέντε ατύχημα, συμβάν
Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού
Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα
Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα
Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι
Αφόντες = αφού
Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί
Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες
Αφριάστηκε = το φτέρνισμα
Αφρόντο = προσβολή
Αχαντές = χαζός, μικρόμυαλος
Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε
Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ.
Αχούνουπας = τ΄αχάνια του σταριού
Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις
Αψιαίματος = θερμόαιμος
Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά
Αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι
Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Νίκος Καββαδίας

Ο Νίκος Καββαδίας, γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας.
Ο πατέρας του, Χαρίλαος Καββαδίας, είχε τη ρωσική υπηκοότητα και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών προμηθευτής του τσαρικού στρατού και η μητέρα του, Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς.
Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στην Κεφαλλονιά, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921.
Ο μικρός Νίκος ήδη από το σχολείο δείχνει το ταλέντο του εκδίδοντας ένα σχολικό περιοδικό τον “Σχολικό Σάτυρο”. Τελειώνοντας το γυμνάσιο δουλεύει υπάλληλος σε ένα ναυτικό γραφείο στο Πειραιά. Όμως δεν του ταιριάζει σαν επάγγελμα και μπαρκάρει ναύτης σε φορτηγό πλοίο.
Ο Καββαδίας αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα του από πολύ νωρίς σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά αλλά την επίσημη είσοδο του στα ελληνικά γράμματα την κάνει το 1933 με την ποιητική του συλλογή “Μαραμπού”. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά τον προλαβαίνει ο πόλεμος και επιστρατεύεται στο αλβανικό μέτωπο.  Με το τέλος του πολέμου μπαρκάρει σαν ασυρματιστής και ταξιδεύει συνεχώς. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο από το 1954 μέχρι και το 1974, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας, όταν προβλήματα υγείας τον αναγκάζουν να σταματήσει τα ταξίδια. Μόλις μετά από τρεις μήνες στη στεριά, πεθαίνει το 1975, από εγκεφαλικό.

Η δημοτικότητα του Καββαδία και του έργου του εκτοξεύτηκε στα ύψη την δεκαετία του 80 με τις πρώτες μελοποιήσεις των ποιημάτων του με τον "Σταυρό του Νότου" του Θάνου Μικρούτσικου. Ακολούθησαν "Οι γραμμές των Οριζόντων" από τον ίδιο συνθέτη και μέχρι σήμερα είναι από τους πιο αγαπημένους έλληνες ποιητές.


ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
Μαραμπού (1933)
Πούσι (1947)
Τραβέρσο (1975)

ΠΕΖΑ
Βάρδια (1954)
Λι (1987)
Του πολέμου (1987)
Στο άλογό μου (1987)



http://kavvadias.ekebi.gr/


Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2011

Αργοναύτης

Στά τέλη τής δεκαετίας τού 1980 είχα τήν τύχη να γνωρίσω και να φωτογραφίσω, στό λιμάνι τού Φισκάρδου, ένα από τα πιό σπάνια κεφαλόποδα. Ο Αργοναύτης είναι ένα κεφαλόποδο μαλάκιο πού ταξιδεύει ανά τον κόσμο στούς τροπικούς και υποτροπικούς ωκεανούς και κοντά στήν επιφάνεια. Μέσα στό κέλυφος ζεί το Θηλυκό Αργοναύτης, προστατεύοντας τα αυγά από επίθεση αρπακτικών μέχρι να εκκολαφθούν. Έχει οκτώ πλοκάμια, δύο από τα οποία είναι μοναδικά, πού τα χρησιμοποιεί για τη συλλογή τροφής. Τα κοχύλια ξεβράζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά η συλλογή ενός ζώου που εξακολουθεί να κατοικεί στο κέλυφός του είναι ένα πολύ σπάνιο γεγονός. Τα κεφαλόποδα αυτά παρουσιάζουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον στην επιστημονική κοινότητα, δεδομένου ότι πιστεύεται ότι είχαν εμφανιστεί πρίν από περίπου 400 εκατομμύρια χρόνια.
Το επιστημονικό του όνομα Paper Nautilus, Αργοναύτης, είναι μυθικό Ελληνικής καταγωγής. Οι Αργοναύτες ήταν μια ομάδα Ελλήνων ηρώων που, με επικεφαλής τον Ιάσονα και το πλοίο πού ονομάστηκε Αργώ, ταξίδεψε στην Κολχίδα να αποκτήσουν το χρυσόμαλλο δέρας.








http://researchdata.museum.vic.gov.au/argosearch/argo.html
http://www.seabean.com/thingsthatfloat/papernautilus/