Ολοι μας γνωρίζουμε Ελληνικά, ποιός όμως από εμάς ξέρει καλά Κεφαλλονίτικα?
Θα σας παρουσιάσω με αλφαβητική σειρά όσες Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις μπόρεσα να συλλέξω.
Α
Αβαδέ = συνάντηση, ραντεβού
Αβάκα = συνεταιρικά, μισά - μισά
Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση
Αβάντι = εμπρός
Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα
Αβαρία = ζημιά
Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη
Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας ή του παράθυρου
Αβεντόρος = πελάτης
Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά
Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος
Αβίζο = ειδοποίηση, μήνυμα, παραγγελία
Αβίτα = ισόβια
Αβλέμονας = κρημνώδης μορφή εδάφους
Αβλιατσίκι = λογομαχία
Αβουκάτος = δικηγόρος
Αγάλια = σιγά, σιγά
Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα
Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική
Αγγειό = σκεύος, αλληγορικά και το καθήκι
Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ
Αγγελόκρουσμα = τρομάρα, φόβος
Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι
Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω
Αγιούτο = βοήθεια
Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (σκάσε βούλωστο)
Αγκλεούρι = πικρή γεύση
Αγκλιές = κακό κομμάτιασμα
Αγκομάχισμα = πολύς κόπος, λαχάνιασμα
Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό
Αγκούτικας = σβέρκος
Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού, η γωνία
Αγλοιά = αλίμονο
Αγραγκελωνιά = πυράκανθος
Αγριοκώκι = βίκος
Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γαντζώνομαι
Αγραπιδιά = άγριαχλαδιά
Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του
Αδούρητος = ανεπρόκοπος
Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος
Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνω μέρος
Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος
Αίρτα = στα προσεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας
Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά
Ακοπανιά = σε μια στιγμή
Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά
Άκωλη = η λίμνη Άβυθος
Αλάδωτος = αβάπτιστος
Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου
Αλαλιές = ανοησίες
Αλαμπρατσέτα = αγκαζέ
Αλαξιά = γιορτινό κουστούμι
Αλάργα = μακριά
Αλάργου = μακριά από εδώ
Αλατσίμα = τοις μετρητοίς
Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος
Αλεγρία = κέφι
Αλιάδα = σκορδαλιά
Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα
Αλιτζόρδινο = αναταραχή, φασαρία
Αλίτουρας = αλιτήριος
Αλιφασκιά = η φασκομηλιά
Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι
Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών
Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη
Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός
Αλουμάγκου = έστω, τουλάχιστο
Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη
Αλωνάρης = Ιούλιος
Αμά = κατόπιν, αργότερα
Αμάδα = παιχνίδι, παιζόταν με μια πέτρα
Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου
Αμαλαγιά = αποτύπωμα πατήματος
Αμεδά = μήπως
Αμιτσίτσια = στενές σχέσεις, οικειότητα
Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή
Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης
Αμορόζος = εραστής, αγαπητικός
Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω
Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω
Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα
Άμπιτο = κειμήλιο, αντίκα
Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα
Αμπώνω = σπρώχνω
Ανάβολα = όχι βολικά
Αναγκαιμένος = αδύνατος
Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι
Ανάερος = ξεκρέμαστος, μετέωρος
Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο
Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα
Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα
Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει
Αναούλα = αηδία
Αναπαμός = ανάπαυση
Αναπολητάνα = είδος χαρτοπαιχνιδιού
Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ
Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω
Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα
Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος
Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι
Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα
Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι
Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά
Αναχάρασμα = μυρικασμός
Ανέμισμα = λίκνισμα στο αλώνι
Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος
Ανεμορπής = ανεμοσκορπισμένα
Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού
Ανομάτος = είδος νάνου, λειψός
Ανταρεύτηκε = του άνοιξε η όρεξη, προκλήθηκε
Άντζα = οι γάμπες
Αντίβισε = πίεσε
Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν
Αντιλαχτός = αποκρουστικός
Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα»
Αντισκόβω = δυσκολεύω, πισωγυρίζω
Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια
Ανώι = το πρώτο πάτωμα
Ανώρως = νωρίς
Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη
Αξαίνω = μεγαλώνω
Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί
Απάκιο = απάνεμο μέρος
Απεικάζω = ξεδιακρίνω
Απένα = μόλις
Απερτούρα = ευκαιρία
Απιδιά = αχλαδιά
Απιεντισά = αδιαφορία
Απίθωσε = ακούμπησε το
Απίκου =
επί τόπου, στη θέση του
Απίκουπα = μπρούμυτα
Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα
Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα
Άπλερο = το πρόωρο παιδί
Απλύ = το ρηχό πιάτο
Από κουκί = «παρά τρίχα»
Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες
Απόδεμα = μάγια για ανικανότητα νιόπαντρου
Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν
Αποκάθενε = κάτω από κάτι
Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων
Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι
Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι
Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου
Απολοή = απολογία
Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου
Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει
Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί
Αποξυλωμένος = ξυλιασμένος σαν νεκρός
Αποπαίρνω = κατσαδιάζω
Απόπερα = διάτρητο
Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή
Απόσκιο = η πλαγιά που σκιάζει το απόγευμα
Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα
Απότρυπα = διαμπερές
Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο
Άπραη = χωρίς πείρα
Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις
Άραχλο = άχαρο, πένθημο
Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα
Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου)
Αργολαβία = ερωτοδουλειές
Αργκομέντο = πρόφαση, δικαιολογία
Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο
Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία
Αριβάρω = φτάνω
Αρίδι = τρυπάνι
Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι
Αριποδιά = δρασκελιά, μεγάλο βήμα
Αρμάκι = τμήμα με χώμα που συγκρατείται με λιθιά
Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας
Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων
Αρού- παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί
Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα
Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια
Αρτοπλασία = οι πέντε άρτοι στην εκκλησία
Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία
Ασασίνος = δολοφόνος
Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες
Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά
Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί
Ασπέτα = περίμενε
Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας
Αστεντούε = δια της βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε
Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του
Ασφάκα = θάμνος, συγγενής της φασκομηλιάς
Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια
Ατακάρω = κάνω έφοδο
Ατετσιόνε = προσοχή
Άτζα = γάμπα
Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος
Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω
Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία
Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό
Άτσοντα-άτσοντα = άκρη-άκρη
Ατσιντέντε =
ατύχημα, συμβάν
Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού
Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα
Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα
Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι
Αφόντες = αφού
Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί
Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες
Αφριάστηκε = το φτέρνισμα
Αφρόντο = προσβολή
Αχαντές = χαζός, μικρόμυαλος
Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε
Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ.
Αχούνουπας = τ΄αχάνια του σταριού
Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις
Αψιαίματος = θερμόαιμος
Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά
Αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι
Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά