Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Κ)


Κ

Καβαλέτο = υπόβαθρο όπου τοποθετούσαν σανίδες και στρώμα και γινόταν κρεβάτι
Καβαλιεράτο = παράσημο, έπαθλο
Καβαλίνα = κοπριά
Καβδόλιο = πεταχτό με σεξ φερσίματα
Καβελαριά = το σημείο της σκεπής που σμίγουν τα κεραμίδια από τις δύο πλευρές
Καβετζάρω = περνώ τον κάβο, διαφεύγω τον κίνδυνο
Κάβολε = κουνουπίδι
Καγκαρέλια = μικρά βατράχια
Καδηνάτσος = μεγάλος σύρτης με κλειδαριά
Καδίνα = αλυσίδα, καδένα
Καδινάτσο = χειροποίητος μεγάλος σύρτης
Καδινέλα = σανίδες οικοδομής
Κάζο = πάθημα, συμβάν, γεγονός, περιστατικό, ατύχημα, ρεζίλι
Καθήκλα = καρέκλα
Καϊνέλο = η λεκάνη του νιπτήρα
Κακάβι = είδος χύτρας
Κακοθάνατος = σε κακά χάλια
Καλαμαντάρα = πολύ ψηλή, άχαρη
Καλαμίτα = μαγνήτης
Καλέστρα = έχω καλεσμένους
Καλιά = πεθαίνω («πάω καλιά μου»)
Καλιά μου (πάω) = πάω σπίτι μου, πάω στη δουλειά μου, μεταφ. Πάω χαμένος
Καλοπέσουλος = τόσο καλός μέχρι εκμετάλλευσης
Κάλπης = σκάρτος
Καμιζέτα = μαύρο επιστήθιο σ΄ ένδειξη πένθους
Καμιζόλα = πουκάμισο γυναικείο
Καμούτσι = μαστίγιο, καμουτσίκι
Καμούφο = το βολάν στις ποδιές, στα φορέματα
Καμπρί = άσπρο ύφασμα, χασές
Κανάβι = χοντρό σχοινί
Κάνε = τουλάχιστον
Κανείνε = κανείς
Κάνια = αρπαχτικό πουλί
Κανιά = καμιά
Κανιάζω = κλείνει ο λαιμός μου από την πολυλογία
Κανίσκι = δώρο
Κανκάγια = ζαρωμένη, χοντρή και άσχημη
Κάνκαρο = το κρανίο, το καύκαλο
Κανούλι = σωλήνες, η κάννη μονόκαννου όπλου
Καντάρι = στατήρας
Κάνταρος = πήλινο σκεύος και μεγάλη ποσότητα, πχ. έφαγα ένα κάνταρο
Καντάρω = τραγουδάω
Καντήλια = η φουσκάλα από έγκαυμα
Καντινάτσος = μεγάλος σύρτης πόρτας
Καντίνι = χορδή οργάνου και φωνή καντίνι
Καντούνι = το σοκάκι
Κανώματα = ξυλοσκεπή, σοφίτα
Καούνι = πεπόνι αρωματικό
Κάουρας = κάβουρας
Καπακίζω = διαβάζω συλλαβιστά, μιλάω σπαστά μια γλώσσα
Καπέλο = το συκωτοπλέμονο του αρνιού
Καπέτα = ανδρικό χτένισμα
Καπίστρι = το χαλινάρι
Καπονάρα = το κοτέτσι
Καπόνι = το ευνουχισμένο κοκόρι
Καπότο = μικρή κάπα, χαρτοπαιχτικός όρος
Καπριτσάρω = εκνευρίζω κάποιον
Καπροδόντης = τα στραβά δόντια
Καπροδόντισμα = τσαπράζωμα πριονιού
Καραβόλυχνος = μεγάλος λύχνος λαδιού με δύο στόμια
Καρακαηδόνα = υποτιμητική έκφραση για γυναίκες
Καραμπαμπάς = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντρός,κ.τ.λ
Καραμπάτσα = μεγάλο κεφάλι φαλακρό
Καράφλας = φαλακρός
Καργάρω = γεμίζω
Καρδοκαϊλα = η καΐλα του λαιμού
Καρίκια = οι καρποί της ψάρας, του μπιζελιού
Καρικώθηκα = έκλεισε ο λαιμός μου, βράχνιασα
Καρικωμένος = με πνιγμένη τη φωνή από τη βραχνάδα
Κάρκανο = το φαγητό που έγινε κάρβουνο
Καρονιάζω = στεγνώνει ο λαιμός μου από δίψα
Καρπούζα = ο καρπός του καλαμποκιού που ψήνεται
Καρτεζίνη = το τέταρτο της πίντας
Καρτέρει = περίμενέ με, στάσου
Καρτέρι = ενέδρα
Καρτούτσο = το τέταρτο της πίντας
Κασιέρης = ταμίας
Κασκαβέλι = μικρό δοχείο μεταφοράς φαγητού
Καστίγιο = μαρτύριο, παίδεμα
Καστραβέτσι = αγγούρι
Καταβολάδα = κάποιος που πέθανε στη ξενιτιά, αλλά και το καταχώνιασμα των φυτών
Κατακλείδια = σαγόνια
Κατακλίδι = σαγόνι
Καταμύτωμα = βαρύ ντρόπιασμα
Καταπεσωμένος = ο κατάκοιτος, ο πολύ άρρωστος
Κατάπιασε = συνέλαβε παιδί
Καταπιόνας = οισοφάγος
Καταποδού = τρέξιμο από κοντά
Καταπόρι = το στενό δρομάκι, μπροστά από το σπίτι
Καταποτήρας = τι κατέβασε ο καταποτήρας σου! φαταούλας
Καταρράχτης = η σκάλα που οδηγούσε στο κατώι, υπόγειο
Κατελώνει = βρωμάει
Κατζέλο = ράφι, συρτάρι
Κατραπακιά = καρπαζιά
Κατσάμπες = πεπόνι χειμωνιάτικο
Κατσαργιόλα = η κατσαρόλα
Κατσάρω = προχωρώ στο παιχνίδι
Κατσιασμένη = η κίτρινη, αρρωστημένη
Κατσούλι = σκουφί
Κατώφλιο = το σκαλί της πόρτας
Καυκιά = το πέτρινο ή ξύλινο βαθουλό σκεύος που κοπανίζουν την σκορδαλιά
Καυλομάχησε = επιδόθηκε σε ερωτικά παιχνίδια
Καυτρίλια = καρβουνισμένη άκρη φιτιλιού ή κεριού
Καφυρά = ιγμόρεια
Κάψα = ζέστη
Καψάλης = παρατσούκλι του Αγίου Γερασίμου, ίσως επειδή τον έκαψαν
Κάψαλο = καμένο δέντρο, αποκαΐδια
Κέντρωμα = το μπόλιασμα των δέντρων
Κενώνω = (παραφθορά του «εκκενώνω») βάζω φαγητό στα πιάτα
Κεσέμι = τραγί
Κιάκιο = σπίρτο
Κιάρινε = καθάρισε η φωνή της ή ο καιρός
Κιάσσα = καμώματα, παιχνιδίσματα, παλικαρισμοί
Κιντινάρι = η διπλή πλεξίδα σκόρδα, που είναι εκατό
Κιότεψε = φοβήθηκε
Κίσσα = πτηνό με ωραία χρώματα
Κλαδιές = κληματόβεργες
Κλανιόλα = ο εξαερισμός του κρεβατιού
Κλαούνια = κλαψουρίσματα
Κλειδωνιά = κλειδαριά
Κλήρα = τα παιδιά, οι απόγονοι
Κλινάρι = απλή αδιαθεσία, αλλά και σοβαρή αρρώστια στο κρεβάτι
Κλιτσινάρια και κλωτσινάρια = τα αδύνατα πόδια
Κλόπα = ζευγάρι άλογα για το αλώνισμα
Κλωνά = η κλωστή του ραψίματος
Κλώστης = το αδράχτι που τυλίγουμε το νήμα του γνεσίματος
Κογιονάρισμα = κοροιδία
Κογιονάρω = κοροϊδεύω
Κογιόνι = κορόιδο
Κοζανίτης = είδος σταφυλιού
Κόθρος = η στεφάνη του κόσκινου
Κοκκινογούλι = παντζάρι
Κοκολόγια = λίγες ελιές, όχι λάδια
Κολάδα = πέτα, μανίκια
Κολάι = να βρούμε το τρόπο
Κολάρο ή κολέτο = γραβάτα
Κολέας = σύντροφος
Κόλεθρα = τα επικολλημένα υγρά του νεογέννητου
Κολεϊδάτα = πάνε μαζί
Κολέτο = παπιγιόν, γραβάτα
Κολοκάθι = κατακάθι
Κολόρο = χρώμα
Κολοσούσα = η σουσουράδα
Κόλπος = συμφόρηση, ημιπληγία
Κολυμπάδες = οι σπιτικιές ελιές που ξεπικρίζουν στο νερό
Κόλυμπος = λιμνάζοντα νερά
Κομεντόρο = ντομάτα
Κομοδάρομαι = ετοιμάζομαι
Κομπαρίρει = κατέφθασε
Κομποραχιά = ραχοκοκαλιά
Κονσολάρω = παρηγορώ
Κονσπιρατόρος = συνωμότης
Κοντεζίνη = το ποτήρι του λικέρ
Κοντένει = μικραίνει
Kοντογούνι = το κοντό παλτό
Kοντοκλώτσης = αυτός που έχει κοντά πόδια
Kοντόσγουρο = κοντό και παχουλό παιδί
Kοντραπάντο = λαθρεμπόριο
Kόντυνε = μίκρυνε
Kόπανος = το ξύλο που κοπάνιζαν τα όσπρια, αλλά και τη μπουγάδα
Kορδομύγα = μικρό έντομο
Kορκάλι = το μικρό κρεμμύδι για φύτεμα
Kορκοσουριά = σχόλια, κουτσομπολιά
Kορνιόλα = μεγάλη πέτρα, για κόσμημα
Kόρνος = όστρακο, αλλά και η σφυρίχτρα των αυτοκινήτων
Kορύτος = τα αντικείμενα που μέσα τρώνε τα ζώα
Kοτσάρω = παίρνω πάνω μου
Kότσια = το κουράγιο
Κοντίζω = ρίχνω ξύλα στη φωτιά
Κοντρασένια = χαμπάρι
Κόπανος = μπουκάλα τριπιντάρα
Κορέλι = χάντρα
Κορκοσουριά = κουτσομπολιό
Κορνιόλα = πολύτιμη πέτρα
Κόρνος = μεγάλο κοχλιώδες όστρακο
Κοσπέτο δε μπάκο = επιφώνημα θαυμασμού
Κόστα = ακτή
Κοστιπάδα = πούντιασμα, συνάχι
Κοτρόνι = πέτρα
Κοτσάνι = λαβή, χερούλι, μίσχος καρπού
Κοτσίδες = πλεξούδες
Κουάρτο = της λίτρας το τέταρτο
Κουβέλι = η κυψέλη του μελισσιού
Κουγιάμπαλο = χαζός
Κούγιο = πρόβατο χωρίς αυτιά
Κούδα = βρακί
Κουζούκι = είδος δερμάτινου σακκακιού
Κουκαληστήρη = μάσημα ωμών ξερών οσπρίων
Κουκάλισμα = γλωσσοφαγιά
Κούκαλο = κόκαλο
Κουκούτσα = αγγινάρα
Κουλούμι = σωρός χώματος μετά το πρώτο σκάψιμο των αμπελιών
Κούλουμο = γιομάτο πιο πάνω από το χείλος
Κουλουμόγερας = αργοκίνητος
Κουλουμπάρι = σβώλος
Κουλουμώνω = σχηματίζω σωρό
Κουμεντόρι = τομάτα
Κουμπάνια = προμήθεια, απόθεμα
Κουμπίτος = επιδέξιος, ικανός
Κούμπουρα = κοτσάνια σταφυλιών
Κουντούρι = τα θερισμένα, στάχυα, όρθια
Κούπωμα = καπάκι
Κουπώνω = σκεπάζω
Κούρβα = παλιοθήλυκο, πόρνη
Κουρβουλιάζω = πιάνονται οι αρθρώσεις μου
Κούρβουλο = η ρίζα του κλήματος
Κουργιόζος = ο περίεργος
Κουρλαίνω = τρελαίνω
Κουρούτα = θηλυκό πρόβατο
Κουρσές = βελόνι με άγγιστρο γιά πλέξιμο δαντέλας
Κουρτελάδα = η άκρη του δρόμου
Κούρτη = πέτρινος φράχτης
Κούσαλο = ηλικιωμένος
Κουσουμάρω = δένω τη σάλτσα, σιγά-σιγά
Κουσούνι = κυλινδρικό μαξιλαράκι καναπέ
Κουταλόπλατο = ωμοπλάτη, σπάλα
Κουτάω = τολμάω
Κούτελο = μέτωπο
Κουτούπι = συστάδα από ψηλούς βράχους
Κούτουπος = αρπαγή, τσακωμός
Κουτράω = συγκρούομαι, χτυπώ
Κουτσοσάρωμα = λέξη υβριστική
Κουτσούνες = κούκλες
Κουτσουνοκάρες = αγιοβασιλιάτικες, κρεμμύδες
Κουτσουνοκαύλι = βλαστός με το άνθος κουτσούνας
Κουτσουρίζω = κόβω την κορυφή
Κουτσοχεριάστηκα = έχασα τη βοήθεια που είχα
Κουφαηδώνω = δεν ακούω καλά
Κουφόβραση = πολλή ζέστη χωρίς αέρα
Κουφοβροντή = μακρινή βροντή χωρίς αστραπή
Κούχτιο = ξεμωραμένος γέρος
Κοφίση = παστό ψάρι, συνηθίζεται σκορδαλιά
Κράζω = τον έκραξε, τον κατήγγειλε στο δικαστήριο
Κρεμάδες = σταφύλια στις βέργες τους για να σταφυδιάσουν κρεμασμένα
Κρεμαστάλυσο = αλυσίδα που κρεμούσαν χύτρες πάνω από την φωτιά
Κρεπάρω = σκάω
Κρεσέρει = περισσεύει, πλεονάζει
Κρέτητο = πίστωση
Κρίση = δίκη
Κρισσάρα = η σήτα
Κρούω = βρωμάω
Κυβερνιέμαι = τα φέρνω βόλτα
Κυβούρι = τάφος
Κυπρί = μεγάλο κουδούνι για πρόβατα
Κυρμιγκίξω = ιδιότροπη γυναίκα, σχολαστική, που προσέχει τα πάντα
Κυτάρι = το ύστερο του νεογνού
Κωλοτανιέμαι = τεμπελιάζω, τεντώνομαι τεμπέλικα
Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα
Κωλώνω = μετανιώνω και κάνω πίσω

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις(Η,Θ,Ι)

Η

Ήγδα = είδα
Ήγλεπα = έβλεπα
Ήπατα = τρόμαξα πολύ, μου κόπηκαν τα ήπατα, η έκκριση της χολής, σωθικά
Ήφερα = έφερα 


Θ

Θάγμα = το θαύμα
Θαμπουλίζω = βλέπω λίγο, ελάχιστα διακρίνω
Θανατικός = αυτός που φανατίζεται
Θανατούλιδες = τα δηλητηριώδη καφέ μανιτάρια
Θαραπάικα = το ευχαριστήθηκα
Θαυτικό = μνήμα, κοιμητήρι
Θέλημα = ελαφρά δουλειά, μια εξυπηρέτηση
Θεοποντή = δυνατή βροχή, κακοκαιρία
Θέρμη = πυρετός με ρίγη
Θηλυκώνω = κουμπώνω, τυλίγω
Θολοπλέω = απλώς υπάρχω
Θρασίμι = αχαμνό ζώο, θρασύδειλος
Θυατέρα = η κόρη
Θυλικωμένος = τυλιγμένος


Ι

Ιγκανάρω = κάνω απάτη
Ιγκάντο = η δημοσίευση μιας σχέσης
Ίγκλα = τα λουριά και τα σχοινιά που κρατούν το σαμάρι στη ράχη του ζώου
Ιδεασμένος = με κακό προαίσθημα
ιμπαράτσο = αμηχανία, δύσκολη θέση
Ιντονάδος = καλοντυμένος
Ισακάτου = ευθεία κάτου
Ισαπάνου = ευθεία πάνω
Ισαπέρα = ευθεία πέρα
Ισούρτο = προσβολή, βρισιά

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ζ)

Ζ

Ζαβός = αυτός είναι ζαβός, ανάποδος, στριμμένος
Ζαβώνω = στραβώνω κάτι
Ζάπισε = υπέταξε, νίκησε
Ζαχαράτo = κουφέτο
Ζεβελός = με παραμορφωμένα άκρα
Ζέμπιο = άσχημο, κακοφτιαγμένο
Ζεούτελο = ζωώδης ανοησία
Ζερβοκουτάλα = οι αριστερόχειρες
Ζεστοφούρνι = το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο
Ζευγιά = η επιφάνεια του χωραφιού αλλά και το ημερήσιο αλάτρεμα των βοδιών
Ζευγόρνιθο = ένα ζεύγος πουλερικά, κόκορας και κότα
Ζεύκι = έφαγα καλά
Ζεύλες = τα συνδετικά του ζυγού στο σβέρκο των βοδιών
Ζημαρίθρα = λαχανικό
Ζήφτι = μουσκεμένο
Ζορκιά = γύμνια
Ζόρκος = γυμνός
Ζούπα = πρόχειρο φαγητό από ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και λάδι
Ζούπησε = με πάτησε, με συμπίεσε
Ζουρλοπαντιέρα = τα ζωηρά κορίτσια, τα επιπόλαια
Ζουρλός = τρελός
Ζυγούρι = μικρό πρόβατο
Ζωντανά = τα ζώα

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ε)

Ε

Εδαύτος = αυτός
Εδεκεί = εκεί
Εδεπά = εδώ
Εδετόσος = η περιγραφή μεγέθους, πχ. έγινε το παιδί εδετόσο
Εδέτσι και εγιεδέτσι = έτσι
Εκειός και εφκειός = εκείνος
Ελόουσου = (παραφθορά «του λόγου σου») εσύ
Εματα = ξανά..
Εματάκατσε = ξανακάθισε
Εμπασά = επισκέψεις στο σπίτι, αλλά και η είσοδος του σπιτιού
Έντανε = να τα
Έντηνε = να τη
Έντοσις = να τος
Έντιλας = περιμετρικό τοιχίο
Εντιός = άχρηστος χώρος στο πίσω μέρος τού σπιτιού
Επιστρόφια = μετά το γάμο η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης
Επολληώρα = πριν από αρκετή ώρα
Έσκροξε = κέντρισμα, πχ. με έσκροξε η μέλισσα
Έσπαλε = από πολύ παλιά, πάντοτε
Ευκολαίνω = σε διευκολύνω
Έφαε τ΄ατσάλια = «χάλασε τον κόσμο»
Εφκείνη = αυτή
Eφκειός = αυτός

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Δ)

Δ

Δαύλιακας = ο περίδρομος, πχ. έφαγε το δαύλιακα
Δεβόγιος = αδιάθετος, μισοάρρωστος
Δειάφι = θειάφι
Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα
Δεούτελο = άχρηστος, βλάκας
Δέσποτας = ο ιερέας, όχι ο Δεσπότης
Δεσπέτο = πείσμα, καπρίτσιο
Δετόρος = ο γιατρός
Διάβα = το μονοπάτι για ανθρώπους και ζώα
Διαβατικού = περνώντας
Διάθος = μεγάλα σκουλήκια στη ράχη τής γίδας
Διακονιάρης = ζητιάνος
Διανεύομαι = παρατηρώ
Διαόμισε = παρατήρησε περιφέροντας το
Διάουτσε = να πας στο διάολο, πχ. να πας στο διάουτσο
Διασίδι = η κατασκευή, με το στημόνι και το υφάδι στον αργαλειό
Διάσονας = καλόγερος, κάλος
Διάφορο = η απολαβή, η ωφέλεια, (μου έβγαλες το διάφορο), το κέρδος
Διβαράτικο = χορός Πυλαρινός, και Διβατάρικος
Διβόρβορο και Λιβόρβορο = πιστόλι, περίστροφο
Διγκόνι = το δισέγγονο
Δικάει = είναι αρκετό
Δίκηση = εφοδιασμός
Δικονάρι = ψωμάκι σταρένιο ή κριθαρένιο που δίνεται στο μοναστήρι
Δίλεστρο = αλεύρι από διάφορα όσπρια
Διολί = βιολί
Διπλάρια = τα δίδυμα
Δισπεράδος = απελπισμένος
Διχούλι = ξύλο που καταλήγει σε δύο άκρες
Δομίδι = μικρό κομμάτι γης πού σκάβεται με τσαπί
Δομίζομαι = έτσι μου έρχεται να κάνω κάτι
Δούγα = τα κομμάτια του ξύλου που αποτελούν το βαρέλι
Δούλειασε = κουράστηκε
Δραγάτης = αγροφύλακας
Δραγουμάνος = διερμηνέας
Δρακοντή = το φυτό χοιραύτες
Δρωπίκι = το πύον
Δυναμάρι = η ενίσχυση σε ρούχα ή σε κατασκευές