Δ
Δαύλιακας = ο περίδρομος, πχ. έφαγε το δαύλιακα
Δεβόγιος = αδιάθετος, μισοάρρωστος
Δειάφι = θειάφι
Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα
Δεούτελο = άχρηστος, βλάκας
Δέσποτας = ο ιερέας, όχι ο Δεσπότης
Δεσπέτο = πείσμα, καπρίτσιο
Δετόρος = ο γιατρός
Διάβα = το μονοπάτι για ανθρώπους και ζώα
Διαβατικού = περνώντας
Διάθος = μεγάλα σκουλήκια στη ράχη τής γίδας
Διακονιάρης = ζητιάνος
Διανεύομαι = παρατηρώ
Διαόμισε = παρατήρησε περιφέροντας το
Διάουτσε = να πας στο διάολο, πχ. να πας στο διάουτσο
Διασίδι = η κατασκευή, με το στημόνι και το υφάδι στον αργαλειό
Διάσονας = καλόγερος, κάλος
Διάφορο = η απολαβή, η ωφέλεια, (μου έβγαλες το διάφορο), το κέρδος
Διβαράτικο = χορός Πυλαρινός, και Διβατάρικος
Διβόρβορο και Λιβόρβορο = πιστόλι, περίστροφο
Διγκόνι = το δισέγγονο
Δικάει = είναι αρκετό
Δίκηση = εφοδιασμός
Δικονάρι = ψωμάκι σταρένιο ή κριθαρένιο που δίνεται στο μοναστήρι
Δίλεστρο = αλεύρι από διάφορα όσπρια
Διολί = βιολί
Διπλάρια = τα δίδυμα
Δισπεράδος = απελπισμένος
Διχούλι = ξύλο που καταλήγει σε δύο άκρες
Δομίδι = μικρό κομμάτι γης πού σκάβεται με τσαπί
Δομίζομαι = έτσι μου έρχεται να κάνω κάτι
Δούγα = τα κομμάτια του ξύλου που αποτελούν το βαρέλι
Δούλειασε = κουράστηκε
Δραγάτης = αγροφύλακας
Δραγουμάνος = διερμηνέας
Δρακοντή = το φυτό χοιραύτες
Δρωπίκι = το πύον
Δυναμάρι = η ενίσχυση σε ρούχα ή σε κατασκευές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου