Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις(Η,Θ,Ι)

Η

Ήγδα = είδα
Ήγλεπα = έβλεπα
Ήπατα = τρόμαξα πολύ, μου κόπηκαν τα ήπατα, η έκκριση της χολής, σωθικά
Ήφερα = έφερα 


Θ

Θάγμα = το θαύμα
Θαμπουλίζω = βλέπω λίγο, ελάχιστα διακρίνω
Θανατικός = αυτός που φανατίζεται
Θανατούλιδες = τα δηλητηριώδη καφέ μανιτάρια
Θαραπάικα = το ευχαριστήθηκα
Θαυτικό = μνήμα, κοιμητήρι
Θέλημα = ελαφρά δουλειά, μια εξυπηρέτηση
Θεοποντή = δυνατή βροχή, κακοκαιρία
Θέρμη = πυρετός με ρίγη
Θηλυκώνω = κουμπώνω, τυλίγω
Θολοπλέω = απλώς υπάρχω
Θρασίμι = αχαμνό ζώο, θρασύδειλος
Θυατέρα = η κόρη
Θυλικωμένος = τυλιγμένος


Ι

Ιγκανάρω = κάνω απάτη
Ιγκάντο = η δημοσίευση μιας σχέσης
Ίγκλα = τα λουριά και τα σχοινιά που κρατούν το σαμάρι στη ράχη του ζώου
Ιδεασμένος = με κακό προαίσθημα
ιμπαράτσο = αμηχανία, δύσκολη θέση
Ιντονάδος = καλοντυμένος
Ισακάτου = ευθεία κάτου
Ισαπάνου = ευθεία πάνω
Ισαπέρα = ευθεία πέρα
Ισούρτο = προσβολή, βρισιά

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ζ)

Ζ

Ζαβός = αυτός είναι ζαβός, ανάποδος, στριμμένος
Ζαβώνω = στραβώνω κάτι
Ζάπισε = υπέταξε, νίκησε
Ζαχαράτo = κουφέτο
Ζεβελός = με παραμορφωμένα άκρα
Ζέμπιο = άσχημο, κακοφτιαγμένο
Ζεούτελο = ζωώδης ανοησία
Ζερβοκουτάλα = οι αριστερόχειρες
Ζεστοφούρνι = το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο
Ζευγιά = η επιφάνεια του χωραφιού αλλά και το ημερήσιο αλάτρεμα των βοδιών
Ζευγόρνιθο = ένα ζεύγος πουλερικά, κόκορας και κότα
Ζεύκι = έφαγα καλά
Ζεύλες = τα συνδετικά του ζυγού στο σβέρκο των βοδιών
Ζημαρίθρα = λαχανικό
Ζήφτι = μουσκεμένο
Ζορκιά = γύμνια
Ζόρκος = γυμνός
Ζούπα = πρόχειρο φαγητό από ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και λάδι
Ζούπησε = με πάτησε, με συμπίεσε
Ζουρλοπαντιέρα = τα ζωηρά κορίτσια, τα επιπόλαια
Ζουρλός = τρελός
Ζυγούρι = μικρό πρόβατο
Ζωντανά = τα ζώα

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ε)

Ε

Εδαύτος = αυτός
Εδεκεί = εκεί
Εδεπά = εδώ
Εδετόσος = η περιγραφή μεγέθους, πχ. έγινε το παιδί εδετόσο
Εδέτσι και εγιεδέτσι = έτσι
Εκειός και εφκειός = εκείνος
Ελόουσου = (παραφθορά «του λόγου σου») εσύ
Εματα = ξανά..
Εματάκατσε = ξανακάθισε
Εμπασά = επισκέψεις στο σπίτι, αλλά και η είσοδος του σπιτιού
Έντανε = να τα
Έντηνε = να τη
Έντοσις = να τος
Έντιλας = περιμετρικό τοιχίο
Εντιός = άχρηστος χώρος στο πίσω μέρος τού σπιτιού
Επιστρόφια = μετά το γάμο η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης
Επολληώρα = πριν από αρκετή ώρα
Έσκροξε = κέντρισμα, πχ. με έσκροξε η μέλισσα
Έσπαλε = από πολύ παλιά, πάντοτε
Ευκολαίνω = σε διευκολύνω
Έφαε τ΄ατσάλια = «χάλασε τον κόσμο»
Εφκείνη = αυτή
Eφκειός = αυτός

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Δ)

Δ

Δαύλιακας = ο περίδρομος, πχ. έφαγε το δαύλιακα
Δεβόγιος = αδιάθετος, μισοάρρωστος
Δειάφι = θειάφι
Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα
Δεούτελο = άχρηστος, βλάκας
Δέσποτας = ο ιερέας, όχι ο Δεσπότης
Δεσπέτο = πείσμα, καπρίτσιο
Δετόρος = ο γιατρός
Διάβα = το μονοπάτι για ανθρώπους και ζώα
Διαβατικού = περνώντας
Διάθος = μεγάλα σκουλήκια στη ράχη τής γίδας
Διακονιάρης = ζητιάνος
Διανεύομαι = παρατηρώ
Διαόμισε = παρατήρησε περιφέροντας το
Διάουτσε = να πας στο διάολο, πχ. να πας στο διάουτσο
Διασίδι = η κατασκευή, με το στημόνι και το υφάδι στον αργαλειό
Διάσονας = καλόγερος, κάλος
Διάφορο = η απολαβή, η ωφέλεια, (μου έβγαλες το διάφορο), το κέρδος
Διβαράτικο = χορός Πυλαρινός, και Διβατάρικος
Διβόρβορο και Λιβόρβορο = πιστόλι, περίστροφο
Διγκόνι = το δισέγγονο
Δικάει = είναι αρκετό
Δίκηση = εφοδιασμός
Δικονάρι = ψωμάκι σταρένιο ή κριθαρένιο που δίνεται στο μοναστήρι
Δίλεστρο = αλεύρι από διάφορα όσπρια
Διολί = βιολί
Διπλάρια = τα δίδυμα
Δισπεράδος = απελπισμένος
Διχούλι = ξύλο που καταλήγει σε δύο άκρες
Δομίδι = μικρό κομμάτι γης πού σκάβεται με τσαπί
Δομίζομαι = έτσι μου έρχεται να κάνω κάτι
Δούγα = τα κομμάτια του ξύλου που αποτελούν το βαρέλι
Δούλειασε = κουράστηκε
Δραγάτης = αγροφύλακας
Δραγουμάνος = διερμηνέας
Δρακοντή = το φυτό χοιραύτες
Δρωπίκι = το πύον
Δυναμάρι = η ενίσχυση σε ρούχα ή σε κατασκευές  

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Γ)

Γ

Γαδένα = μικρή λεκάνη, πήλινο βαθύ σκεύος κουζίνα
Γαϊδουροκυλισιά = ο χώρος που τα γαϊδούρια κυλιούνται
Γαλεντόμος = ανοιχτοχέρης
Γαλιούρισμα = μάτια πού δείχνουν ανάγκη ύπνου
Γαλιουρίζει = του μωρού οι πρώτοι ήχοι
Γαλούφος = αυτός που κάνει πολλά κομπλιμέντα
Γαμπάς = χοντρό παλτό
Γαργαλικάω = το γαργάλημα
Γαρδέλι = καρδερίνα
Γάρμπα = το στυλ, η γοητεία
Γαστάρδος = επίτροπος εκκλησίας
Γδες = κοίταξε
Γέκια = λαγουδέρα
Γερινέ = συνέχεια
Γεροκομειό = οι ηλικιωμένοι που θέλουν περιποίηση
Γιακέτα = ζακέτα, σακάκι
Γιακουμής = Ιάκωβος
Γιατάκι = κρεβάτι
Γιάτσο = το πρωινό κρύο, η ψύχρα
Γιορτόπιασμα = το παιδί που η μητέρα του το (συνέλαβε) ημέρα γιορτής
Γιότσα = τραπεζάκι με δύο πόδια
Γιωμάρα = η μουντή και η ψυχρή μέρα
Γιωμένος = μεταφορικά στρυφνός, πικρόχολος, ύπουλος
Γκαινιάζω = αποκτώ, κολλώ ασθένεια
Γκεζουίτης = κατεργάρης, διπρόσωπος
Γκελές = γιλέκο
Γκόνω = φουσκώνω από το πολύ φαγητό
Γκουαλιόνε = νταής
Γλίδα = λίγδα, βρωμιά
Γλίνα = γλιστερό μέρος
Γλυκί = μεγάλη οργή που σιγοβράζει, ψυχική ταραχή, νεύρα
Γλυκοσαλίζω = κολλάω από βρωμιά
Γλωσσάζεται = δεν τρώγεται κάτι
Γλωσσοφαγιά = τα λόγια του κόσμου, η ζήλια
Γνέθω = η διαδικασία του να γίνει το μαλλί νήμα στο αδράχτι
Γνέμα = το νήμα του πλεξίματος
Γνί = υνί
Γνούφα = άσχημη μυρωδιά
Γουδέρω = απολαμβάνω βλέποντας
Γουλί = βότσαλο
Γουλιάστρα = της πρώτης μέρας το γάλα
Γουλόζος = λαίμαργος
Γούμπα = καμπούρα
Γουνίζει = η γκρίνια, η μουρμούρα
Γούργουρας = το λαρύγγι
Γουστέβελη = αυτοί που κάνουν ευχάριστη παρέα
Γράδωση = σημείο επαφής δύο συγκολλημένων σανίδων
Γραμπαούνη = άγκιστρο, αρπάγη
Γρεδέντζα = είδος μπουφέ
Γρέντζο = ανώμαλη επιφάνεια
Γρίβελο = κόσκινο
Γρίνα = γκρίνια
Γρομπάδα = η ετοιμόρροπη λιθιά
Γρόμπος = το κομπόδεμα
Γρομπούλι = σκληρός όγκος στο σώμα
Γροσάρει (ο καιρός) = χαλάει γίνεται απειλητικός
Γρούδιασμα = το μαλάκωμα του δέρματος σε νερά
Γρούζω = γρυλίζω σαν γουρούνι, μουρμουρίζω με γκρίνια
Γρουμπανιά = γροθιά
Γρούσπα = ρουφήχτρα
Γούξιμο = γρυλισμός γουρουνιού
Γυρουζάτο = χορός της Κεφαλλονιάς