Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ρ)


Ρ

Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι = ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο
Ραμολιμέντο = ξεμωραμένος γέρος, ξεκουτιάρης
Ράπες = τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης
Ρεβερέντσα = χαιρετισμός, υπόκλιση
Ρεβερίζω = τιμώ
Ρεγάλο = δώρο, φιλοδώρημα
Ρεγουλάρω = ρυθμίζω, χειρίζομαι
Ρεγουλάρω = κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω
Ρεμενάτα = τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών
Ρεμέντζο = αποκούμπι
Ρεμέντιο = φάρμακο
Ρεμπάρτα = φερμουάρ
Ρεμπεσκές = αλήτης
Ρεντάκι = τρεχάκι
Ρεντάτος = τρεχάτος
Ρεντικολάρω = ρεζιλεύω
Ρεντικολέτσα = ρεζιλίκι
Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίος
Ρεουσύρω = πετυχαίνω
Ρέπεδο = ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο
Ρεπόμπο = (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα
Ρεπόρτο = αναφορά, έκθεση
Ρεπόσο = με την ησυχία σου, ανάπαυση
Ρεσεύω = κακομαθαίνω
Ρετζά = ελεημοσύνη, ψυχικό
Ρετσέτα = συνταγή
Ρέτσι = τυρόγαλο
Ρεφόρτσο = δυνάμωμα
Ρεφούδος = λαίμαργος
Ρεχάτι = τεμπελιά
Ριάζεται = θρηνεί
Ριγανάδα = παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη
Ρίμνα = ρίμα
Ριπίζω = χύνω
Ριπιτίδι = η διάρροια
Ρίτσιο = κατσαρό
Ριφόρτσο = δύναμη, τόνωση
Ρνίθι = κοτόπουλο
Ρόγγισε = πήρε φωτιά
Ρόγιασμα = πόνοι στο στομάχι
Ρογός = χώρος που αποθηκεύεται ο ελαιόκαρπος
Ροδέλα = είδος πυροτεχνήματος
Ροζαμάπα = μεγάλο τριαντάφυλλο
Ροζόλι = κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους
Ροϊ = επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή
Ρόιδο = ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν
Ροκάδες = δόντια σκόρδου
Ροκέλο = η ανέμη, η κουβαρίστρα
Ρομαντσίνα = κατσάδα
Ρομπόλα = άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλλονιάς
Ρονιά = το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού
Ρόντα = βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει
Ροσοπύλια = ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια
Ρότα = ροή των πραγμάτων
Ρούγκλα = μύξα
Ρούγος = δρόμος
Ρούδι = βουνό της Κεφαλλονιάς
Ρουμάνα = τα μαρούλια
Ρούμπωσε = χόρτασε
Ρουφιά = μια γουλιά
Ρουχουνίζω = ροχαλίζω 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου