Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Κεφαλλονίτικες Ιδωματικές Λέξεις (Τ)


Τ 

Τάβλα = σανίδα
Ταβλομάχαιρο = μαχαίρι τραπεζιού
Ταβολίνι = μικρό τραπέζι
Τακίμι = κουστούμι
Τακουί = πορτοφολάκι τσάντας
Ταπέτο = χαλί
Τάραμα = αναστάτωση, θυμός
Ταράω = κοιτάζω
Ταρκαζίνα = δερμάτινος σάκος τσοπάνηδων
Τάρταρος = κατάλοιπα κρασιού επικολλημένα στο εσωτερικό βαρελιού
Ταταλιά = φοινικόδεντρο
Ταταράζει = κλαίει με πείσμα
Ταφιάζομαι = σκοτώθηκε από πέσιμο
Τενέλι = δόκανο για πουλιά
Τέντα- γρέντα = φαρδιά πλατιά
Τερμενάρω = περιμένω, χρονοτριβώ
Τεσταδόρος = φαντασμένος
Τζατζαμίνι = γιασεμί
Τζέντζερης = χάλκινη κατσαρόλα
Τζέντζερας = μεγάλη δηλητηριώδης σφίγγα
Τζογαδόρος = χαρτοπαίχτης
Τζογάρω = παίζω τυχερό παιχνίδι με χρήματα
Τζόγια = χαρά, ομορφιά
Τζόρτζινας = είδος μεγάλης σφήκας
Τηράω = κοιτάζω
Τίποτσι = τίποτα
Τομάτσι = είδος νωπών χοιλοπήτων
Τόμου = αφού, όταν
Τόντις = αληθινά
Τόρτσα = χοντρή λαμπάδα
Τουβαέλι = υφασμάτινη πετσέτα του φαγητού
Τουμπάνι = είδος δερμάτινου κόσκινου
Τουμπάνιασε = παραφούσκωσε
Τουρλίδα = γρύλος, τριζόνι
Τουρμαλίνα = πολύτιμο πετράδι
Τράβο = πάτερο
Τραιτούρος = διπρόσωπος, δόλιος
Τράουζα = παντελόνι
Τραπέτσι = πολύ ξινό
Τραταμέντο = κέρασμα
Τρατάρω = κερνώ
Τράτο = χρονικό περιθώριο
Τρεματούρα = τρέμουλο, ρίγος
Τρεμέντζο = εσωτερικό χώρισμα σπιτιού
Τριγυράντα = περίπατος
Τριζόνι = ροκάνα
Τριόλι = μικρό μπαρμπούνι
Τριομφάρω = θριαμβεύω
Τριπιντάρα = μπουκάλα πού χωράει τρεις πίντες
Τρίπουλας = μικροκλέφτης
Τρισέτο = είδος χαρτοπαίγνιου
Τρίτσα = ψάθινο καπέλο
Τρόμπουλες = φασαρίες
Τρωγάδα = σφοδρός νότιος άνεμος
Τσάζω = μιλώ
Τσάκωσε = έπιασε
Τσαμπούνα = είδος σφυρίχτρας από λεπτό καλάμι
Τσαμπουνάω = φλυαρώ
Τσαρκαρεύω =ψάχνω
Τσάρκος = χώρισμα μαντριού για νεογέννητα ζώα
Τσαρουχόλουρο = λεπτή στριφτή δερμάτινη λωρίδα
Τσάχαλα = σκουπίδια
Τσελεμπριτά = ξακουστός, σπουδαίο πρόσωπο
Τσεντιλιτά = ευγένεια, τυπικότης
Τσερέπα = ψήνει φαΐ στη χόβολη
Τσερβέλο = κεφάλι, μυαλό
Τσέρτα = σιγουριά
Τσερταμέντε = βεβαιότητα
Τσιγαρίδι = γιαχνιστά χόρτα
Τσιγκριά = αγκαθωτό σύνεργο που διαχωρίζει τις γερές τρίχες μαλλιών
Τσίγκρισε = ερέθισε, προκάλεσε
Τσιέρα = χρώμα προσώπου
Τσίκα = γιομάτο μέχρι επάνω
Τσιλίχουρδα = εντόσθια αρνιού
Τσίμα = κορυφή, άκρη
Τσιμουδιά = ησυχία
Τσίνιαρης = οξύθυμος
Τσινοβράκι = παντελόνι από μάλλινο υφαντό
Τσιπούνι = ζακέτα
Τσιπουριά = πιεστήριο για πατημένα σταφύλια
Τσιπουρίτης = τσίπουρο
Τσιροπούλια = σπουργιτάκια
Τριρλιό = διάρροια
Τσιρτσιμούτσι = καυστική σόδα
Τσίφα = γίδα με μικρά αυτιά
Τσουγνί = ολόμαλλο υφαντό
Τσούζει = δέρνει με μαστίγιο ή λεπτή βέργα
Τσόλια = τρίχινα φάκελλα ελαιοτριβείου
Τσούλο = πρόβατο με μικρά αυτιά
Τσούλωσε = σήκωσε τ αυτιά για να ακούει καλύτερα
Τσουράπια = κάλτσες
Τσουρδέλα = παλιοθήλυκο
Τσουρούφλια = κατσαρωμένα μαλλιά
Τσώπα = σώπασε
Τσουρλάω = πίνω
Τυλιγάδι = κοντάρι με διχάλες στις άκρες για τύλιγμα νημάτων

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Κεφαλλονίτικες Ιδωματικές Λέξεις (Σ)


Σ 

Σαγάνι = καπάκι κατσαρόλας
Σαγιαδόρος = χειροποίητη μπετούγια
Σάγιασμα = υφαντό ύφασμα που προστάτευε τα ιδρωμένα ζώα
Σάγρος = δερματοπάθεια βρεφών 
Σαλαβρίχα = μεγάλη σαύρα
Σαλάγιασμα = καθοδήγηση των ζώων
Σαλαμίδι, και σαλαβρίχα = σαμιαμίδι
Σάλαος = θόρυβος
Σάλιο στη μύτη (βάνω) = κοροϊδεύω, εξαπατώ
Σαλίτζο = δάπεδο
Σαμάκι = ρουκέτα
Σαμαροσκούτι = το ύφασμα του σαμαριού
Σάματις = μήπως
Σαμουτσούλα = σφυράκι
Σάμψυχος = αρωματικό χόρτο για πίτα
Σαράκος = μεγάλο πριόνι για δέντρα
Σαρτάω = πηδάω
Σάρτος = μεγάλο πήδημα
Σάρωμα = σκούπα
Σβέρδονας = νόθος γιος
Σβίδο = κούρδισμα, εριστική πρόκληση
Σβιλάδα = ανεμοστρόβιλος, αλλά και έντονος κοιλόπονος
Σβιντάρω = πειράζω κάποιον
Σγαράρω = μετακινώ, βγαίνω από τη θέση
Σγαρίλιος = αλάνι, μάγκας
Σγαρνίζει = σκάβει
Σγόμπα = καμπούρα
Σγουμπός = καμπούρης
Σγουριά = χτύπημα
Σεγόντο = δεύτερη φωνή στις καντάδες
Σέκιο = μονάδα μέτρησης υγρών, 20 πίντες
Σέκο = σκληρό καπέλο
Σέκος =  τον στέγνωσε ο αέρας, ξερός
Σεληνιασμός = επιληψία
Σέμπρε = συνέχεια, διαρκώς
Σέμπρος = χτύπημα μισά-μισά, συνεταιρικά
Σενιάρω = ταχτοποιώ
Σεντούκι = μπαούλο
Σεπάριο = αυλαία
Σεράτα = βραδινή συναυλία
Σερβιτσάλια = σερβίτσια
Σεριόζα = σοβαρά
Σέρπετο = πεταχτό, προκομμένο
Σέστα = καμώματα
Σεστάρισμα = νοικοκύρεμα
Σημαμένη σαρκάλα = σπασμένο κεφάλι
Σίβο = γκρίζο πρόβατο
Σιγκούνεψε = βρώμισε
Σιγουράντσα = σιγουριά, ασφάλεια
Σίδαυλο = μασιά
Σίκλος = κουβάς
Σιμάθε = από κοντά
Σιμονίτσα = πρώιμα φυτρωμένος σπόρος που είχε μείνει στο χώμα
Σιμπόνεψε = βρώμισε
Σινοπίδι = ασθένεια κηπευτικών
Σιορ = κύριος (τίτλος ευγενείας)
Σιόρα = κυρία
Σιορπάτρης = πατέρας
Σιροκολέβαντο = πολύ άσχημος καιρός
Σιφερτάση = σερβίτσιο φαγητού
Σίχλα = μούχλα
Σκαλέτες = ραδιουργίες, τεχνάσματα
Σκαλόπετρα = σαρανταποδαρούσα
Σκαλούνι = πέτρινο σκαλοπάτι
Σκαμνιά = μουριά που κάνει μεγάλα μούρα
Σκαμπέλο = κομοδίνο
Σκάνιο = σκαμνί
Σκανταλέτο = σίδερο με κάρβουνα
Σκαντζάρω = αλλάζω, αντικαθιστώ
Σκάντζια = ξύλινο ράφι για πιάτα
Σκάντζουπας = μικρόσωμος
Σκαπουλάρω =γλιτώνω
Σκαραφόνος = μαχαιροβγάλτης, αλλά και πειραχτήρι
Σκαρίζει = ωριμάζει
Σκαρίκια = ευχάριστη είδηση
Σκαρίσανε = αρχίσανε να ωριμάζουνε
Σκάρισε = έβγαλε το κοπάδι για βοσκή
Σκαρόβλογο = κατάρα
Σκάρτο = όχι όλο, όχι πλήρες
Σκαρτσουμάδια = μικρά όστρακα
Σκαρτσούνια = μάλλινες κάλτσες
Σκαρφίστηκε = του ήρθε ιδέα, σκέφθηκε
Σκάση = στενοχώρια
Σκατζοπέρναρο = πουρνάρι άγριο με μικρά φύλλα
Σκατοκουτάλα = υβριστικό για όσους σπέρνουν λόγια
Σκάτουλα = κουτί σπίρτων
Σκατόψυχος = υβριστικό για πεθαμένο με κακές πράξεις εν ζωή
Σκέπη = βαμβακερό μαντήλι
Σκιαζάρης = δειλός, φοβητσιάρης
Σκιάζομαι = φοβάμαι
Σκλεπούνι = μικρό κουνούπι
Σκλήθρα = μυτερό κομμάτι ξύλου
Σκλιτσέτο = κλύσμα
Σκολοπετρίδα = σαρανταποδαρούσα
Σκόρσο = τράνταγμα
Σκορτσάμπουνο = χειροποίητο μουσικό όργανο από δέρμα ζώου
Σκοτίδι = σκοτεινά
Σκοτίδια = σκοτάδια
Σκουλάρισε = έπαψε να φαίνεται
Σκουλαμέντα = Τα αφροδίσια νοσήματα
Σκούλι
= το όχι κοφτερό μέρος του μαχαιριού
Σκούρα = τα παραθυρόφυλλα
Σκουράντζος = ρέγκα καπνιστή
Σκουσμάκια = δυνατές φωνές ή κλάματα
Σκουτέλα =μεγάλο φλιτζάνι
Σκουτέλι = μικρό φλιτζάνι
Σκουτί = ρούχο
Σκουτιά = ρούχα
Σκρεμιδεύω = παίζω
Σκρίτο = συμβόλαιο
Σκροβοντίστηκε = έπεσε και χτύπησε
Σκρούμπος = σκουμπρί
Σκρόφα = γουρούνα
Σκρόφουλες = καρκίνος του λαιμού
Σκρώχνει = τσιμπάει, κεντρίζει
Σκυβάρω = υπομένω
Σμαρδακάγια = ζημιά
Σογάντζα = διακοσμητικό διάζωμα κτιρίου
Σοκάρδι = είδος γιλέκου, στηθόδεσμος
Σόλιο = παιχνίδι τράπουλας
Σόμπολα = μικρές πέτρες
Σοναδόρος = οργανοπαίχτης
Σοτανά = διάολε
Σοτροπιάζει = το σεστάρει, το τακτοποιεί
Σουγιέλο = λούκι
Σούζο =ακίνητος
Σουλάτσο = περίπατος
Σουλιμέντο = γλυκότροπο
Σούμπιτος =ολόκληρος
Σουρδαλίμω = σουρλουλού
Σούρδου-μούρδου = ακαταστασία
Σουρλάς = ξύλινος κάδος
Σουρούπι = ρόφημα ζεστό για γρίπη
Σουρτάρα = το ζώο που πάει μπροστά και ακολουθούν τα άλλα
Σουρτούκο = πανωφόρι
Σούρωμα = στράγγισμα
Σουσουμιάζει = παρομοιάζει
Σουσούμια = χαρακτηριστικά
Σουσουράντες = κουτσομπόλης
Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα
Σοφιγάδο = πατάτες γιαχνί
Σπαβεντάρω = τρομάζω
Σπαβέντο = τρομάρα
Σπαγκαδόρος = επιδειξίας, φαντασμένος
Σπακάδα = επιδειχτική πόζα , καυχησιά
Σπαλέτα = σάλι, κασκόλ
Σπάος = σπάγγος
Σπαρτσίνα = λεπτό σχοινί
Σπασμένος = ο έχων κήλη
Σπατσάρω = σκουπίζω, ξεμπερδεύω, παρατάω
Σπεκτάκολο = εξαιρετικό θέαμα
Σπερματσέτο = κερί
Σπερνά = κόλλυβα, όχι μόνο στα μνημόσυνα αλλά και στα πανηγύρια
Σπετσιέρης = φαρμακοποιός
Σπετσαρία = φαρμακείο
Σπιανάδο = ισοπεδωμένο
Σπιέρα = τζάμι
Σπίλα = κάρφωμα
Σπιτάλιο = νοσοκομείο
Σπλομανάει = χτυπάει η καρδιά του
Σποδέρνω = άνοιξε η μύτη μου
Σπολάητης = εις πολλά έτη, να μου ζήσεις
Σπολέτα = φυτίλι
Σπόρισε = έχει ευκοιλιότητα
Σπρέτσο = ταπείνωση
Σταγκωτής = γανωματής
Στάκα = στάσου, περίμενε
Σταλός = ιερό μέρος για πρόβατα
Σταλώνω = ωριμάζω 
Στάμα = τα ελαιόπανα που μπαίνουν κάτω απο το πιεστήριο
Σταμνί = μετρική μονάδα κρασιού 94 πίντες
Σταμπιλίτος = πληρώνεται για να κάνει κάθε κακό
Στανιάρησε = έγινε στέρεο, σιγουρεύτηκε
Στανιό = ζόρι 
Σταξιά = σταγόνα
Στασινάρω = βιάζω, βασανίζω
Στατέρι = στατήρ
Σταφυλιώνας = επιγλωτίδα
Σταφνισμένος = προκομμένος, μυαλωμένος
Σταφυλιόνι = νόστιμο χόρτο που φυτρώνει σε αμπελώνες
Στγεί = στήνει παγίδες
Στελιάζω = στυλώνω, στήνω
Στέλλες = διχαλωτά στυλάκια για ανασήκωμα φυτών
Στελομάρτιασε = στρίμωξε
Στένεψη = άσθμα
Στέρφα = στείρα
Στεφάνια = μεγάλες προεξέχουσες πέτρες
Στιμάρω = εκτιμώ, σέβομαι
Στιχερό = το όρθιο ξύλο στο κέντρο του αλωνιού
Στόσμιγο = ανακατωμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού
Στουντιάρει = μελετάει
Στουπίρω = μένω έκπληκτος, θαυμάζω
Στουπουλίδα = ψιλό και πυκνό χιόνι 
Στραβοκατακλείδιασε = στράβωσε το σαγόνι
Στράκωσε = πάτησε πολλές φορές το δρόμο
Στρατόνι = αμαξωτός δρόμος
Στράτσο = παλιό κουρέλι
Στρέπετος = θόρυβος
Στριφογκώνιασε = τον στρίμωξε
Στρίφτουλας = σβούρα
Στρουμπάρα = ασθένεια των αιγοπροβάτων
Στρουνιάρης = δύστροπος διεκδικεί δίκιο χωρίς ν΄ έχει
Συβίζω = ταιριάζω ζώα
Συγκάνω = ταιριάζω απόλυτα με κάποιον
Συγκάρτσελοι = φύγανε όλοι μαζί
Συγορία = γλυκομίλητη
Συθέμελα = από τα θεμέλια
Συλίντριχος = από τα θεμέλια
Σύλογα = κουτσομπολιά
Σύμασε = μάζεψε, συγκέντρωσε
Συμπαγαδώνω = καθησυχάζω
Συμπάει = βάζει ξύλα στην φωτιά
Συμπούρμπουλοι = όλοι μαζί
Συνέμπασα = αποθήκευσα τα προϊόντα
Συνορίτες = γείτονες στα κτήματα
Συνόσκαλος = συνομήλικος
Σύντα = όταν
Συντροδή = οχλαγωγία, φασαρία
Συχέριο = κοινή προσπάθεια
Σφαγαριά = η Κυριακή της Αποκριάς
Σφαή = σβέρκος
Σφαλάγκι = αράχνη
Σφαλαγκουνιά = ιστός αράχνης
Σφαλιάστηκε = έπαθε στη γέννα
Σφίγκλα = καρφίτσα ραπτικής
Σφογάρει = κατουράει 
Σφόγιο = σφήνα που μπήγουν στα κούτσουρα
Σφόντυλας = η σπονδυλική στήλη
Σφοντύλι = ξύλινο βαρίδι διάτρητο, μέρος του αδραχτιού
Σφουντουρίζει = εκσφενδονίζει
Σωκάρδι = στηθόδεσμος, φανελάκι, εσωτερικό ρούχο
Σώνω = φτάνω
Σώσεζε = σάπισε
Σωτοβέλεσο = άσπρο μακρύ μεσοφόρι  

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ρ)


Ρ

Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι = ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο
Ραμολιμέντο = ξεμωραμένος γέρος, ξεκουτιάρης
Ράπες = τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης
Ρεβερέντσα = χαιρετισμός, υπόκλιση
Ρεβερίζω = τιμώ
Ρεγάλο = δώρο, φιλοδώρημα
Ρεγουλάρω = ρυθμίζω, χειρίζομαι
Ρεγουλάρω = κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω
Ρεμενάτα = τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών
Ρεμέντζο = αποκούμπι
Ρεμέντιο = φάρμακο
Ρεμπάρτα = φερμουάρ
Ρεμπεσκές = αλήτης
Ρεντάκι = τρεχάκι
Ρεντάτος = τρεχάτος
Ρεντικολάρω = ρεζιλεύω
Ρεντικολέτσα = ρεζιλίκι
Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίος
Ρεουσύρω = πετυχαίνω
Ρέπεδο = ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο
Ρεπόμπο = (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα
Ρεπόρτο = αναφορά, έκθεση
Ρεπόσο = με την ησυχία σου, ανάπαυση
Ρεσεύω = κακομαθαίνω
Ρετζά = ελεημοσύνη, ψυχικό
Ρετσέτα = συνταγή
Ρέτσι = τυρόγαλο
Ρεφόρτσο = δυνάμωμα
Ρεφούδος = λαίμαργος
Ρεχάτι = τεμπελιά
Ριάζεται = θρηνεί
Ριγανάδα = παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη
Ρίμνα = ρίμα
Ριπίζω = χύνω
Ριπιτίδι = η διάρροια
Ρίτσιο = κατσαρό
Ριφόρτσο = δύναμη, τόνωση
Ρνίθι = κοτόπουλο
Ρόγγισε = πήρε φωτιά
Ρόγιασμα = πόνοι στο στομάχι
Ρογός = χώρος που αποθηκεύεται ο ελαιόκαρπος
Ροδέλα = είδος πυροτεχνήματος
Ροζαμάπα = μεγάλο τριαντάφυλλο
Ροζόλι = κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους
Ροϊ = επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή
Ρόιδο = ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν
Ροκάδες = δόντια σκόρδου
Ροκέλο = η ανέμη, η κουβαρίστρα
Ρομαντσίνα = κατσάδα
Ρομπόλα = άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλλονιάς
Ρονιά = το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού
Ρόντα = βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει
Ροσοπύλια = ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια
Ρότα = ροή των πραγμάτων
Ρούγκλα = μύξα
Ρούγος = δρόμος
Ρούδι = βουνό της Κεφαλλονιάς
Ρουμάνα = τα μαρούλια
Ρούμπωσε = χόρτασε
Ρουφιά = μια γουλιά
Ρουχουνίζω = ροχαλίζω 


Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Π)

Π

Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα
Παδέλα = πήλινη κατσαρόλα
Πάκια = νεφρά
Παλαβιάρης = ανόητος, μικρόμυαλος
Παλαμίζω = σοβατίζω
Πάλε = πάλι
Παλιάτσα = μέτρο λαδιού
Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε
Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο
Παντιέρα = σημαία
Παπανούρα = παπαρούνα
Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές
Παπόρι = βαπόρι
Παπούδιασε = μούσκεψε στο νερό
Παραγκολή = παραγγελία
Παραζούζουλος = ελαττωματικός
Παρακατούλια = υποδεέστερος
Παράκλι = συρτάρι επίπλου
Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε
Παραμπάτης = απρόσκλητος, ανεπιθύμητος
Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο
Παρασκάλισμα = εξάρθρωση
Παρασούζουλο = εκτρωματικό
Παράτροπος = δύστροπος, παράξενος
Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
Παρί = παρά, μονάχα
Πάρλα = κουβέντα
Παρμένος = ακίνητος από πόνους
Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία
Παρτικουλάρω = υπερασπίζομαι
Πασέτο = μέτρο
Πασεγγιάρει = γυροφέρνει
Παστόκα = ψευτιά
Πάστρα = καθαρό
Παταούδιασε = πάγωσε
Πατέλα = πεταλίδα
Πατριδί = φασαρία
Πέζο = ζυγαριά, βάρος
Πειρί = ο πύρος του βαρελιού
Πεκούλι = μικρό μερτικό από αγροτικό εισόδημα
Πενσάδος = συλλογισμένος
Πέρα περού = πέρα-πέρα
Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου
Περατζάδες = επιδειχτικές βόλτες
Περγουλιά = κληματαριά
Περδικοπάνι = κυνηγετικό παραπλανητικό πανί για πέρδικες
Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο
Περικοπά = διακοπές κατά διαλείμματα
Περικουλόζος = επίφοβος
Περμιράκουλο = ελεημοσύνη
Περόνι = μεγάλο καρφί
Περσίμπουλο = μαϊντανός
Περφέτα = τέλεια
Πετέγολος = πολυλογάς
Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος
Πέτο = στέρνο
Πετρίτης = γεράκι
Πέτσο = γερός καυγάς
Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο
Πεύκι = κουρελού
Πηαίνω = πάω
Πητακομένο = στοιβαγμένο, πιεσμένο
Πιβάντα = νερωμένο ξύδι
Πίγουλη = φιδές
Πιέτα = ελεημοσύνη
Πικαρισμένος = πειραγμένος
Πικάρω = πειράζω
Πικιώνι = κύπελλο
Πίκος = μικρή βάρκα
Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι πριν το ρίξουν στο φούρνο
Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό
Πινομή = για το χατίρι σου
Πίντα = μονάδα για υγρά
Πίρνος = μεγάλο πουρνάρι
Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια
Πιστρό = παρδαλό
Πίστωμα = πίστωση
Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί στη χόβολη
Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες
Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι
Πλεούρια = μπαλωμένα τσαρούχια
Πλοκωτή = το χώρισμα με τα άχυρα
Πλοχεριά = χούφτα
Ποδολόγος = ύφασμα που τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν βάρη
Ποδόχι = στο λινό μια γούρνα που πέφτει ο μούστος μέσα
Ποκάρι = δέσμη μαλλιών κάθε προβάτου κατά το κούρεμα
Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις
Πονίδι = απόστημα
Πόνσο = σφυγμός
Πόντα ή πούντα = κρύωμα
Ποργιά = η είσοδος
Πορδόμυλος = καυγάς
Πορόκλι = ο φράχτης
Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές
Πόρτεο = το δωμάτιο της εισόδου
Πορτόνι = αυλόπορτα
Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα
Πότα = πότε
Ποταχιά = νωρίς το πρωί
Πουζουνάρα = τσέπη
Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος
Πουλέντα = κουρκούτι από αλεύρι καλαμποκιού
Πούλιο = πιο
Πουλιότερο = περισσότερο
Πούμπλικος = δημόσιος εκτιμητής αγροζημιών
Πουνέντες = δυτικός άνεμος
Πούντζαρο = τιποτένιο, ευτελές
Πουντέλι = στήριγμα
Πούντηνε = που είναι αυτή;
Πούντοσης = που είναι αυτός;
Πούπετα = πουθενά
Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο
Πούρβερη = πούδρα
Πουργαμέντο = καθαρτικό λάδι
Πουρνέλι = μικρό, ανήλικο
Πουρνελιά = δαμασκηνιά
Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει
Πράγκα = σύνεργο που ξεκολλούν τους αχινούς
Πράματις = πραγματικά
Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος
Πρεβεράτζιο = φιλοδώρημα
Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές
Πρεμούρα = βιασύνη
Πρεμούρα = ανησυχία και ενδιαφέρον
Πρέντζα = μυζήθρα βαρελιού
Πρικό = πικρό
Προβάτα = περπάτα
Προβυζαστάρι = τρέφεται μόνο με το γάλα θυλασμού
Προζύμι = μαγιά για ψωμί
Προκλάμο = χτύπος καμπάνας για ανακοίνωση
Προφαντικό = προτολούβι
Προφεσόρος = καθηγητής
Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό
Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός
Πύργια = χωνί
Πυριόλοβος = πρωτόγονος αναπτήρας

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Κεφαλλονίτικες Ιδιωματικές Λέξεις (Ο)


Ο

Ογκεσέ = όχι
Ογκιά = υποδιαίρεση του λίτρου
Ολόγρος = μουσκεμένος
Ονόρε = τιμή
Όντις = όταν
Ορά = ουρά
Οργιό = τρεμούλα, ρίγος
Οργιοστάλαχτος = πεντακάθαρος
Ορμηνεύω = συμβουλεύω
Ορμπου = ώρα του καλή, ας πάει
Ορνέλα = μεγάλο κωνικό βαρέλι
Όρντινε = διαταγή
Όρτα = η καλή πλευρά του φορέματος
Όρτινο = διαταγή, εντολή
Ορτοκούτσουλο = κάτι όρθιο και άχαρο
Όσκε = όχι
Όστρια = άνεμος νότιος, ζεστός, λίβας
Οτάγο = το τέταρτο της ουγγιάς
Ούρδου = να ορμίσεις πάνω του
Ούρτο = εμετός
Οφίτσια = προνόμια
Οφίτσιο = αξίωμα στρατιωτικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό